Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ηφαίστ

См. также в других словарях:

  • Ἥφαιστ' — Ἥφαιστε , Ἥφαιστος nine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επτάσημος — ἑπτάσημος, ον (Α) αυτός που απαρτίζεται από επτά χρονικά σημεία («ἑπτάσημοι συζυγίαι», Ηφαίστ.) …   Dictionary of Greek

  • ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μηκυντικός — μηκυντικός, ή, όν (Α) [μηκύνω] 1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.) 2. (για τα φωνήεντα η και ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης… …   Dictionary of Greek

  • περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές …   Dictionary of Greek

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • προκαταληκτικός — ή, όν, Α [προκαταλήγω] (στη μελική ποίηση) τα μέτρα που έχουν στην αρχή ή στο μέσο καταληκτικούς πόδες («προκαταληκτικὸν τροχαϊκόν», Ηφαιστ.) …   Dictionary of Greek

  • συστηματικός — ή, ό/ συστηματικός, ή, όν, ΝΑ [σύστημα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύστημα 2. αυτός που ενεργεί ή αυτός που γίνεται με σύστημα (α. «συστηματικός μελετητής» β. «συστηματική έρευνα») 3. (με καλή σημ.) αυτός που στις σκέψεις… …   Dictionary of Greek

  • συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… …   Dictionary of Greek

  • τριπενθημιμερής — ές, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπενθημιμερές στιχουργικό είδος, αλλ. τρισύνθετον* («γίνεται δὲ και τριπενθημιμερὲς ἐκ τούτων τὸ καλούμενον Πλατωνικόν», Ηφαιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πενθημιμερής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»