-
61 εἰς-βλέπω
εἰς-βλέπω, hineinsehen; εἰς ὄμματα Eur. Ion 732; Xen. Cyn. 10, 12; εἰς πόντον Theocr. 6, 35; ἐς πρήγματα, darauf hinsehen, Her. 8, 77; μητρὸς ἐςβλέψαι τάφον, ansehen, Eur. Or. 105; Xen. Conv. 4, 3.
-
62 εἰς-άλλομαι
εἰς-άλλομαι (s. ἅλλομαι), hineinspringen; πυρὸς κρατῆρας εἰςήλατο, in den Krater, Ep. ad. (VII, 124); ἐς τὸ πῠρ Her. 2, 66; bei Hom, πύλας, τεῖχος εἰςᾶλτο, Il. 12, 466. 13, 679, εἰςήλατο τεῖχος 12, 438; dagegen anstürmen, πύργον Pind. Ol. 8, 38; εἰς τὰ τείχη εἰςήλατο Xen. Cyr. 7, 4, 4; Plut. Cleom. 21; ἐπὶ κρατί μοι πότμος δυςκόμιστος εἰςήλατο Soph. Ant. 1326, stürzte auf mich ein. Im aor. II., εἰς τὸν αὐχένα εἰςαλοίμην, Soph. frg. 695.
-
63 εἰς-ίπταμαι
εἰς-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰςπτάσης Ath. IX, 395 a.
-
64 εἴς-οδος
εἴς-οδος, ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱπ-πία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen ( Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴςοδός ἐστι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; παρασχεῖν εἴςοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ εἴςοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp.
-
65 εἰς-τελέω
εἰς-τελέω (s. τελέω), hineinzählen, -rechnen, εἰς τὸ γένος, Plat. Polit. 290 e.
-
66 εἰς-φρέω
εἰς-φρέω (mit εἰςφέρω verwandt? B. A. 244 erkl. εἰςφρήσειν = εἰςφορήσειν καὶ εἰςδέξασϑαι), hinein-, zulassen; εἰςφρήσω Ar. Vesp. 892; εἰςέφρουν τὸ στράτευμα Dem. 20, 53; aber εἰςέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Pol. 22, 10, 7 ist intr., hineingehen, wie Alciphr. 3, 53. – Med., zu sich einlassen, εἴσω μελάϑρων κομψὰ ἔπη οὐκ εἰςεφρούμην Eur. Tr. 647; εἰςφρήσεσϑαι Dem. 8, 15. Nach den Gramm. im imperat. εἴςφρες.
-
67 εἰς-φορέω
-
68 εἰς-αράσσω
εἰς-αράσσω, hinein-, daraufwerfen; τὴν ἵππον, die Reiterei, nämlich auf das Fußvolk zurück, Her. 4, 128; σφέας εἰς τὰς νέας 5, 116; Sp., wie D. Cass. 42, 40. 51, 26.
-
69 εἰς-ιππεύω
εἰς-ιππεύω, hineinreiten; εἰς τὴν πόλιν D. Sic. 17, 12; a. Sp.; abs., D. C. 44, 10.
-
70 εἰς-ερπύζω
εἰς-ερπύζω, hineinkriechen, im aor., εἴς τι, Plut. Cleom. 8, wie Ael. H. A. 12, 32.
-
71 εἰς-ιτήριος
εἰς-ιτήριος, zum Eingang gehörig, bes. τὰ εἰςιτήρια, Opfer beim Anfange des Jahres, nach B. A. 245 beim Antritt eines Amtes, ὅταν βουλεύειν ἢ ὅταν ἄρχειν τις χειροτονηϑῇ, wo auch ein solches Opfer beim Eintritt der βουλὴ εἰς τὸ δικαστήριον erwähnt ist;;ibd. p. 187 steht einfach ἀρχὴ τοῦ ἔτους ἱερά, ἐν ᾑ προϊᾶσιν ἄρχοντες. Vgl. Dem. 19, 190. 21, 114; ϑυσίαι Heliod. 7, 2.
-
72 εἰς-κυκλέω
εἰς-κυκλέω, hineindrehen, bes. im Theater das Ekkyklema (s. ἐκκυκλέω), εἴσω τινά, Ar. Th. 265; vgl. Luc. Lexiph. 8; übh. = hineinbringen, Ath. VI, 270 e; übertr., δαίμων ἄπορα πράγματα εἰςκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, hat unversehens böse Händel ins Haus gebracht, Ar. Vesp. 1474.
-
73 εἰς-ελκύω
εἰς-ελκύω, = Folgdm, εἰςελκύσας εἰς τὸ δεσμωτήριον Ar. Ach. 378.
-
74 εἰς-κομίζω
εἰς-κομίζω, hineinführen, -bringen, eintragen; Hes. O. 604; τὴν ξένην Aesch. Ag. 925; ἐς οἶκον Soph. O. R. 1429; Thuc. 5, 10 u. Folgde. – Pass., sich in einen Platz flüchten, εἰς χωρίον Thuc. 2, 100. – Med., für sich hineinbringen, Thuc. 6, 22; Ggstz ἐκκομίζεσϑαι, 1, 117; Sp.; auch absolut, = sich verproviantiren, Thuc.
-
75 εἰς-αντλέω
εἰς-αντλέω, hineinschöpfen, εἰς ἀγγεῖον Ath. X, 416 b.
-
76 εἰς-αγγελτικός
εἰς-αγγελτικός, ή, όν, die εἰςαγγελία betreffend; νόμος Dem. 24, 63, wie Poll. 8, 51; ὁ εἰς., sc. λόγος, Dion. Hal. de Din. 10, Anklagerede.
-
77 εἰς-αγγελεύς
εἰς-αγγελεύς, ὁ, der da anmeldet, ein Hofbeamter beim Perserkönig; παριέναι εἰς τὰ βασιλήϊα πάντα τὸν βουλόμενον τῶν ἑπτὰ ἄνευ ἐςαγγελέος Her. 3, 84; D. Sic. 16, 47; Plut. Alex. 46; Ael. V. H. 1, 21. Nach Suid. auch der Anzeiger, Denunciant.
-
78 εἰς-αγγελία
εἰς-αγγελία, ἡ, 1) Ankündigung, Pol. 9, 9, 7. – 2) in Athen eine Art öffentlicher Klagen, Plat. Rep. VIII, 565 c; neben γραφή u. δίκη, Lys. 16, 12; neben γραφαί u. εὐϑῠναι, Dem. 18, 249; die Klageschrift selbst, Lycurg. 34, 137; nach Harpocr. dreierlei Art: – a) ἐπὶ δημοσίοις ἀδικήμασι μεγίστοις ( Dem. 49, 67 ἐάν τις τὸν δῆμον ὑποσχόμενος ἐξαπατήσῃ, εἰςαγγελίαν εἶναι περὶ αὐτοῠ) καὶ ἀναβολὴν μὴ ἐπιδεχομένοις, καὶ ἐφ' οἷς μήτε ἀρχὴ καϑέστηκε μήτε νόμοι κεῖνται (wobei also ein außerordentliches Verfahren beim Senat oder Volk eingeleitet wird, vgl. Dem. 21, 121 εἰςαγ. ἐδόϑη εἰς τὴν βουλὴν ὑπέρ τινος; auch εἰσαγγελίαν εἰςαγγέλλειν, 47, 421; der Kläger ward, im Fall er den Proceß verlor, nicht bestraft. – b) ἐπὶ κακώσεσιν, beim Archon Polemarchos; der Kläger bleibt straflos, selbst wenn er nicht den 5. Theil der Stimmen erhält, – c) κατὰ τῶν διαιτητῶν, gegen öffentliche Schiedsrichter, womit B. A. 244 zu vgl. Ausführlich Meier u. Schömann att. Proceß p. 260 ff Heffter p. 213.
-
79 εἰς-ακούω
εἰς-ακούω (s. ἀκούω), auf Etwas hören; absolut, Il. 8, 97; Plat. Rep. VI, 494 d; τὰ παραγγελλόμενα Thuc. 4, 34; τῶν λόγων Eur. I. A. 1368; τοῦδ' εἰςάκουε τἀνδρός Soph. Ai. 776; τίνος βροτῶν λόγον El. 872; βοᾶς Theocr. 24, 34; in Prosa, auf Jemanden hören, ihm folgen, Thuc. 5, 22; τούτου λέγοντος τἀνδρὸς εἰςήκουσ' ἐγώ, ὡς Soph. Tr. 350; εἰςακουσϑήσεται, er wird erhört werden, Matth. 6, 7. Bei Her. 1, 214. 6, 86 mit dem dat., Einem gehorchen. Bei den Dichtern ganz wie das simpl., ζῶντ' εἴσακούσας παῖδα, daß das Kind lebe, Eur. El. 416; vgl. Herc. Fur. 516. – Im eigentlichsten Sinne, von draußen im Hause oder ins Haus hinein gehört werden, ἔξωϑεν εἰς τὰς οἰκίας εἰςακούεται μᾶλλον ἢ ἔσωϑεν ἔξω, Arist. probl. 11, 37.
-
80 εἰς-ακοντίζω
εἰς-ακοντίζω, wohinein, auf Etwas (den Wurfspieß) schleudern; absol., Her. 1, 43; Thuc. 2, 79, öfter; auch εἴς τινα, 3, 23; ἀπὸ τοῦ Πηγάσου τὴν χίμαιραν εἰςηκοντικώς Epinic. Ath. XI, 497 h. Uebertr., αἵματος ἀποῤῥοαὶ ἐς οἶδμ' ἐςηκόντιζον οὕρια ξένῳ Eur. Hel. 1588.
См. также в других словарях:
.εις — εἰς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.εῖς — εἷς , εἷς sem masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰς — into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴς — εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷς — sem masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
εἶς — εἶμι ibo pres ind act 2nd sg (epic ionic) εἰμί sum pres ind act 2nd sg (ionic) εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰς τέφραν γράφειν. — εἰς τέφραν γράφειν. См. Это надо в трубе мелком записать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εἵς — ἵημι Ja c io aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εῖς — εἶμι ibo pres ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)