Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἱρκτή

См. также в других словарях:

  • εἰρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρκτή — εἱρκτή an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρκτή — an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρκτή — η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή) φυλακή, δεσμωτήριο νεοελλ. πρόσκαιρη κάθειρξη αρχ. γυναικωνίτης …   Dictionary of Greek

  • ειρκτή — η 1. η φυλακή, το δεσμωτήριο. 2. εγκληματική ποινή φυλάκισης 5 10 ετών του παλιού ποινικού νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρκτῆι — εἰρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρκτῆι — εἱρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρκταῖς — εἱρκτή an inclosure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρκτῆς — εἱρκτή an inclosure fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρκτήν — εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»