Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰωθώς

См. также в других словарях:

  • εἰωθώς — ἔθω to be accustomed perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՎՈՐ — (ից.) NBH 2 0729 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c ա. εἱωθώς, ἑθάς, συνήθης suetus, adsuetus, consuetus, familiaris եւ solitus. Ընդելեալ ոք իմիք ստէպ յաճախութեամբ. սովորած. ծանօթ. սովրած, սորված. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»