-
1 ὁράω
ὁράω (ὁρῶν, -ῶντ(α); ὁρᾶν: aor. εἶδον, ἴδε(ν), εἶδε(ν), εἶδ(ε), ἔιδεν, ἴδον, εἶδον: ἴδω, ἴδῃ; ἴδετε; ἰδών, -όντ(α), ἰδοῖς(α); ἰδεῖν, ἰδέμεν: med. ἰδέσθαι:1ϝιδ-, ϝειδ- O. 9.62
, Πα. 1. 3, O. 14.16, P. 5.84) seea abs.,/c. acc.,/c. ἐς + acc.ἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον O. 6.53
εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν O. 9.62
εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
Κλεόδαμον ἰδοῖσ O. 14.22
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ, ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ ἐπεί πάμπρωτον εἶδον φέγγος” P. 4.111γάθησεν, ἐξαίρετον γόνον ἰδών P. 4.123
οἶκον ἰδεῖν P. 4.294
ὃς ἂν ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (Calliergus: ἴδοι codd.) P. 10.26γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμά τε καὶ δύναμιν υἱοῦ N. 1.56
εἶδεν δ' εὔκυκλονἕδραν N. 4.66
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν I. 2.18
πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα, ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον Pae. 1.3
ἀλλ οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν Pae. 6.106
]κλυτὰς ἴδω ι[ Pae. 6.170
]ποτ εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ Πα. 8A. 17. ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. ]ντις ιδων δ[ fr. 111. 9. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” ( ἰδόντα διακρ. codd.: transp. Bergk: <οὐ> add. Coraes) fr. 168. 6. c. ἐς + acc., τάκομαι εὖτ' ἄν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 11. [ ἴδετ' ἐν χορόν ( δεῦτ v. l.) fr. 75. 1.] as epexeg. inf.,τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50
σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις I. 7.22
b c. part. constr.εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.36
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
Θαλία τε ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.84
Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο παρμένοντας αἰχμᾷ P. 8.39
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.98
ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους N. 10.61
Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ/ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 8.c c. acc. cogn. ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον, ὁρῶντ ἀλκάν with courage in his gaze O. 9.111 -
2 εισοραω
ион. и староатт. ἐσοράω (fut. εἰσοψομαι, aor. 2 εἰσεῖδον)1) реже med. смотреть, рассматривать, глядеть, наблюдать, созерцать(τινα и τι Hom., Pind., Aesch., Soph., Xen.)
ἐσορέοντες τέν μαντικήν Her. — наблюдая вещие приметы, т.е. занимаясь гаданием2) видеть, замечатьπρέπει ὡς τύραννος εἰ. Soph. — у нее вид царицы;
ἐλεινὸς εἰ. Aesch. — имеющий жалкий вид, внушающий сострадание3) иметь в виду, принимать во внимание(πλοῦτον ἢ εὐγένειαν Eur.)
4) смотреть, остерегатьсяἀλλ΄ εἰσόρα, μέ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιθῇς (v. l. τίθης) Soph. — но смотри, не прибегай к ложному предлогу
5) почтительно взирать(τινας θεοὺς ὥς Hom.)
-
3 ἰδεῖν
Grammatical information: v.Meaning: `behold, recognise' (Il.).Derivatives: ἰδέα, ἰδανός, s. v.; also ἰδανικὸς κόσμος `world of ideas' (Ti. Locr. 97d). Note ἰλλός = ὀφθαλμός (H., e. g. s. ἔπιλλος) not with v. Blumenthal Hesychst. 36 for IE *u̯id-lo-, s.v. but from ἔπιλλος παράστραβος, ἰλλώπτειν στραβίζειν a. o. frely created, cf. on ἰλλός.Etymology: Old thematic root-aorist, formally identical with Arm. egit and Skt. ávidat `he found', IE *é-u̯id-e-t. Cf. also Lat. videō. The perfect was οἶδα `I know', s. v.; as present Greek had ὁράω (s.v.). - S. also ἰνδάλλομαι, εἴδομαι, εἶδος.Page in Frisk: 1,708-709Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰδεῖν
-
4 ὄπωπα
Grammatical information: v.Meaning: `I watch, observe, view, contemplate' (Il.).Other forms: Perf. w. innovated ipf. ὀπώπεον (Orph.) and aor. ὀπωπήσασθαι (Euph.). -- Beside fut. ὄψομαι, like the following forms often w. prefix, e.g. ἀπ-, ἐπ(ι)-, κατ-, προ-, ὑπ-, ὑπερ-, (Il.). Aor. pass. ὀφθῆναι (IA.) w. fut. ὀφθήσομαι, perf. midd. ὦμμαι (Att.). - As present to ὄπωπα is used a.o. ὁράω, s.v.Derivatives: ὀπωπ-ή f. `observation, view, eyeball', pl. `eyes' (Od., A. R.), - ητήρ m. `scout' (h. Merc. 15; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 108f., partly diff., Zumbach Neuerungen 7 w. n. 14, Benveniste Noms d'agent 39), - ια n. pl. (sc. ὀστέα) `the bones of the eyes' (Hp.). -- Several derivv., esp. w. τ-formant: 1. verbaladj. ὀπ-τός (Luc. Lex. 9, Ath.), earlier a. more usual from the prefixed verbs, e.g. ὕπ-, ἄπ-, κάτ-, πρό-οπ-τος ( προὖπτος) with ὑπ-, ἀπ-, κατ-οπτ-εύω, ὑποψ-ία etc. 2. nom. ag. a. instr.: a) ἐπ-, κατ- (h. Merc. 372), ὑπερ-, δι-όπ-της etc., also w. ἐπ-, κατ-, ὑπερ-, δι-οπτ-εύω (Κ 451 beside διοπ-τήρ 562); from there simplex ὀπτεύω (Ar. Av. 1061; Leumann Hom. Wörter 113); b) ὀπ-τήρ m. `scout' (Od.), also w. δι-, ἐπ-, κατ-; from there ὀπτήρ-ια n.pl. `gifts on seeing a person' (E., Call.); c) δί-, εἴσ-, ἔν-, κάτ-οπ-τρον n. (Alc., Pi., A.) w. derivv. 3. Adj.: ὀπτ-ικός `of sight', - ική f. `optics' (Arist.), older (Pl.) συν-, ἐπ-, ὑπερ-οπτ-ικός. 4. nom. actionis: ὄψ, ὀπ-ός f. `eye, face' (Emp. 88, Antim. 65), more often as 2. member, e.g. οἶν-οψ `winecoloured' (Hom.); ὄψις ( ἔπ-, πρόσ-, σύν-) f. `sight, vision, view, appearance' (Il.); ὄψανον n. `appearance' (A. Ch. 534; suffixcombination, Schwyzer 517). 5. on `eye': ὀπτ-ίλ(λ)ος m. see ὀφθαλμός (s.v.). 6. Verbs: ὀπτ-άνομαι (LXX, hell.), - άζομαι (LXX) `to appear, to become visible', prob. after αἰσθάνομαι (diff. Schwyzer 700 n. 2) resp. αὑγάζομαι; ὀπταίνω (Eust.; like παπταίνω a.o.).Etymology: As basis of all these formen served an in its original function unclear word ὀπ- ('see' or `eye'), which is also contained in ὄπις, ὄσσε, ὄμμα, ὤψ (s. vv.); ὄσσε from *ὄκ-ι̯ε points to IE * h₃ekʷ-, which has several representatives in many IE languages; cf. on ὄσσε.Page in Frisk: 2,407-408Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄπωπα
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский