-
1 εἰσπέτομαι
Aεἰσεπτόμην Ar.
(v. infr.), but [ per.] 3sg. - έπτατο Il.21.494; part.ἐσπτόμενοι D.C.45.17
: also in [voice] Act. form- έπτην Ath.9.395a
, Plu.2.461e, etc.: [tense] aor. [voice] Pass. in med. sense, -πετασθῆναι Arist. HA 624b6
:—fly into, fly in, c.acc., l. c. ;ἐς τὸν ἀέρα Ar.Av. 1173
; of weapons,ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας D.C.40.22
: metaph. of reports, Hdt.9.100, 101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπέτομαι
-
2 εισπέτεσθ'
εἰσπέτεσθε, εἰσπέτομαιfly into: pres imperat mp 2nd plεἰσπέτεσθε, εἰσπέτομαιfly into: pres ind mp 2nd plεἰσπέτεσθαι, εἰσπέτομαιfly into: pres inf mpεἰσπέτεσθε, εἰσπέτομαιfly into: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
3 εἰσπέτεσθ'
εἰσπέτεσθε, εἰσπέτομαιfly into: pres imperat mp 2nd plεἰσπέτεσθε, εἰσπέτομαιfly into: pres ind mp 2nd plεἰσπέτεσθαι, εἰσπέτομαιfly into: pres inf mpεἰσπέτεσθε, εἰσπέτομαιfly into: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
4 εισπετόμενον
εἰσπέτομαιfly into: pres part mp masc acc sgεἰσπέτομαιfly into: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
5 εἰσπετόμενον
εἰσπέτομαιfly into: pres part mp masc acc sgεἰσπέτομαιfly into: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
6 εσπετομένας
ἐσπετομένᾱς, εἰσπέτομαιfly into: pres part mp fem acc plἐσπετομένᾱς, εἰσπέτομαιfly into: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
7 ἐσπετομένας
ἐσπετομένᾱς, εἰσπέτομαιfly into: pres part mp fem acc plἐσπετομένᾱς, εἰσπέτομαιfly into: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
8 εισεπέτοντο
-
9 εἰσεπέτοντο
-
10 εισπετομένη
-
11 εἰσπετομένη
-
12 εισπετομένους
-
13 εἰσπετομένους
-
14 εισπετόμενα
-
15 εἰσπετόμενα
-
16 εισπετόμεναι
-
17 εἰσπετόμεναι
-
18 εισπετόμενοι
-
19 εἰσπετόμενοι
-
20 εισπετόμενος
См. также в других словарях:
εισπέτομαι — εἰσπέτομαι (Α) πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ ὑπ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο… … Dictionary of Greek
εἰσπετόμενον — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc acc sg εἰσπέτομαι fly into pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσεπέτοντο — εἰσπέτομαι fly into imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετομένη — εἰσπέτομαι fly into pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετομένους — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμενα — εἰσπέτομαι fly into pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμεναι — εἰσπέτομαι fly into pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμενοι — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμενος — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπτᾶσα — εἰσπέτομαι fly into aor part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπτήσεται — εἰσπέτομαι fly into fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)