Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰρίνεος

См. также в других словарях:

  • ειρίνεος — εἰρίνεος, ον (Α) βλ. ερίνεος …   Dictionary of Greek

  • εἰρινέα — εἰρινέᾱ , ἐρίνεος woollen fem nom/voc/acc dual (ionic) εἰρινέᾱ , ἐρίνεος woollen fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) εἰρινέᾱ , εἰρίνεος fem nom/voc/acc dual εἰρινέᾱ , εἰρίνεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρίνεον — ἐρίνεος woollen masc acc sg (ionic) ἐρίνεος woollen neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰρίνεος masc acc sg εἰρίνεος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 …   Dictionary of Greek

  • ερεινούς — ἐρεινοῡς, ή, oῡv (Α) ο κατασκευασμένος από έριον, ο μάλλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού από το ειρίνεος και ερειούς] …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՐԵԱՅ — (րէի, ից.) NBH 1 0334 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. ԱՍՐԵԱՅ ԱՍՐԵՂԷՆ εἱρίνεος, ἑροῦς laneus Որ ինչ է յասրէ. ասուի. ասուեայ. ասուեղէն. Բրդէ, բրդղէն. ... *Նիւթք մետաքսէնց, ստեւք ասրէից. Նար. մծբ.: *Զցեցակեր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՍՐԵՂԷՆ — (ղինի նաց) NBH 1 0334 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ԱՍՐԵԱՅ ԱՍՐԵՂԷՆ εἱρίνεος, ἑροῦς laneus Որ ինչ է յասրէ. ասուի. ասուեայ. ասուեղէն. Բրդէ, բրդղէն. ... *Նիւթք մետաքսէնց, ստեւք ասրէից. Նար. մծբ.: *Զցեցակեր ասրեղէն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εἰρινέοισι — ἐρίνεος woollen masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) εἰρίνεος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρινέους — ἐρίνεος woollen masc acc pl (ionic) εἰρίνεος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρίνεα — ἐρίνεος woollen neut nom/voc/acc pl (ionic) εἰρίνεος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»