-
1 ευκαταφρόνητος
-
2 εὐκαταφρόνητος
-
3 ευκαταφρονητος
2легко внушающий презрение, т.е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut. -
4 ευκαταφρόνητος
η, ο [ος, ον ]1) незначительный, ничтожный; ничтожно малый;ευκαταφρόνητοςο ποσό χρημάτων — незначительная сумма денег;
περιουσία ουχί ευκαταφρόνητος — немалое состояние;
2) презрённый, достойный презрения;маловажный;πρότασις ουχί ευκαταφρόνητος — предложение заслуживающее внимания
-
5 εὐκαταφρόνητος
-ος,-ον A 0-0-1-1-0=2 Jer 30,9(49,15); DnLXX 11,21easy tobe despised, contemptible -
6 εὐκαταφρόνητος
εὐκατα-φρόνητος, ον,A easy to be despised, contemptible,ὑπό τινος X.HG6.4.1
, cf. Cyr.8.3.1, D.4.18, Men.Sam. 297, Arist.Pol. 1312b24, etc.; negligible, πᾶσα ἀλγηδὼν εὐ. Epicur.Sent.Vat.4, cf. Phld.D.1.25, al.; esp. in Lit. Crit., D.H.Comp.3, Longin.3.1, Demetr.Eloc.4, etc. Adv. - τως Plu.Demetr.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαταφρόνητος
-
7 εὐκαταφρόνητος
εὐ-κατα-φρόνητος, leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig -
8 ευκαταφρονητότερον
εὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: adverbial compεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: masc acc comp sgεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: neut nom /voc /acc comp sg -
9 εὐκαταφρονητότερον
εὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: adverbial compεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: masc acc comp sgεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: neut nom /voc /acc comp sg -
10 ευκαταφρονήτως
εὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: adverbialεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: masc /fem acc pl (doric) -
11 εὐκαταφρονήτως
εὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: adverbialεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: masc /fem acc pl (doric) -
12 ευκαταφρόνητον
εὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: masc /fem acc sgεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: neut nom /voc /acc sg -
13 εὐκαταφρόνητον
εὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: masc /fem acc sgεὐκαταφρόνητοςeasy to be despised: neut nom /voc /acc sg -
14 ευκαταφρονητότεροι
-
15 εὐκαταφρονητότεροι
-
16 ευκαταφρονήτοις
-
17 εὐκαταφρονήτοις
-
18 ευκαταφρονήτου
-
19 εὐκαταφρονήτου
-
20 ευκαταφρονήτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐκαταφρόνητος — easy to be despised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαταφρόνητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, ον) ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ ὑφ ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φρονητος (< κατα φρονώ), πρβλ. αξιο κατα φρόνητος, δειλο κατα φρόνητος] … Dictionary of Greek
ευκαταφρόνητος — η, ο αυτός που είναι άξιος καταφρόνιας, που δεν υπολογίζεται, ασήμαντος: Δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκαταφρονητότερον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial comp εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc acc comp sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτως — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρόνητον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονητότεροι — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτοις — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτου — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτους — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτων — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)