-
1 καταφρόνητος
καταφρόνητοςdespicable: masc /fem nom sg -
2 καταφρόνητος
καταφρόν-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφρόνητος
-
3 καταφρονήτως
καταφρόνητοςdespicable: adverbialκαταφρόνητοςdespicable: masc /fem acc pl (doric) -
4 καταφρόνητον
καταφρόνητοςdespicable: masc /fem acc sgκαταφρόνητοςdespicable: neut nom /voc /acc sg -
5 ακαταφρονητος
-
6 δυσκαταφρονητος
-
7 ευκαταφρονητος
2легко внушающий презрение, т.е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut. -
8 ἀξιοκαταφρόνητος
ἀξιο-καταφρόνητος, ον,A deserving contempt, Iamb.VP 31.206.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοκαταφρόνητος
См. также в других словарях:
καταφρόνητος — καταφρόνητος, ον (Α) [καταφρονώ] αυτός που είναι άξιος καταφρόνησης, ευκαταφρόνητος … Dictionary of Greek
καταφρόνητος — despicable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρονήτως — καταφρόνητος despicable adverbial καταφρόνητος despicable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρόνητον — καταφρόνητος despicable masc/fem acc sg καταφρόνητος despicable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обидьливыи — (19) пр. Несправедливый; наносящий обиду, творящий насилие: ѡтъими ѡтъ себе стрьпътива ѹста. и ѡбидьливы ѹстьны далече себе сътвори. СбТр XII/XIII, 132 об.; забытникъ добрѹ. прѣстѹпникъ клѧтъвѣ. ѡбидливъ паче всѣхъ... азъ ѥсмь. СбЯр XIII, 195… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ԱՐՀԱՄԱՐՀ — (ի, ից.) NBH 1 0364 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 11c ա. ἑξουδενόμενος, εὑτελέστερος, καταφρόνητος contemnendus, omnino despiciendus, vilissimus եւ այլն (իբր Ան՝ համարելի.) Յոչինչ գրելի կամ գրեալ. ստգտանելի, ստգտանելի, ստգտեալ. ընդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)