-
1 ευκαταφρονήτοις
-
2 εὐκαταφρονήτοις
См. также в других словарях:
εὐκαταφρονήτοις — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευκαταφρονήτοις
2 εὐκαταφρονήτοις
εὐκαταφρονήτοις — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)