-
41 современность
современн||остьж \. ὁ σύγχρονος χαρακτήρας, ἡ ἐπικαιρότητα:\современность произведения ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ ἐργου·2. (современная эпоха) ἡ σύγχρονη ἐποχή, ἡ σημερινή ἐποχή. -
42 эра
эр||аж ἡ ἐποχή, ἡ χρονολογία:новая \эра ἡ νέα ἐποχή· до нашей \эраы πρό Χρι-στοῦ. -
43 era
['iərə]1) (a number of years counting from an important point in history: the Victorian era.) Εποχή2) (a period of time marked by an important event or events: an era of social reform.) εποχή -
44 век
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και παλ. веки α.1. αιώνας•двадцатый ο εικοστός αιώνας.
2. εποχή•каменный век η λίθινη εποχή•
средние -а ο Μεσαίωνας•
золотой век перикла ο χρυσός αιώνας του Περικλή.
3. πολύς καιρός, χρόνος•век с тобой мы не видались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε•
век живи век -учись παρμ. γηράσκω αεί διδασκόμενος.
4. επίρ. αιώνια, πάντοτε, μόνιμα.εκφρ.- и вечные – αιώνια, εσαεί•на -и вечные – στον αιώνα τον άπαντα•в кои -и – αραιά και που, σπανιότατα•до скончания -а – (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου•от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ов (-а, -у) – από αιώνες, από αμνημονεύτου?. χρόνους, από καταβολές κόσμου. -
45 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
46 молотьба
-ы θ.1. αλώνισμα•машинная молотьба αλώνισμα με μηχανή.
2. εποχή αλωνισμού•наступила молотьба ήρθε η εποχή του αλωνισμού.
-
47 современность
-и θ.1. συγχρονισμός• επικαιρότητα•современность техники συγχρονισμός της τεχνικής•
современность произведения η επικαιρότητα του έργου.
2. σύγχρονη εποχή•связь истории и -и σύνδεση της ιστορίας με τη σύγχρονη εποχή.
-
48 aera [2]
2. aera, ae, f. (aes), spätlat., I) als mathem. t.t.: a) die einzelne gegebene Zahl, der Posten einer Rechnung (klass. der Plur. aera, s. aes no. II, B, 3), Sext. Ruf. brev. 1, 1. – b) die gegebene Zahl, von der eine Rechnung ausgeht, Agrimens. bei Salmas. Exerc. Plin. T. 1. p. 483 (Trai. ad Rhen. 1698). – II) als chronol. t.t., die Ära, der Zeitabschnitt, die Epoche, von der man in der Zeitrechnung ausgeht (griech. εποχή), Isid. 5, 36, 4.
-
49 retentio
retentio, ōnis, f. (retineo), I) das Zurückhalten, aurigae, das Anhalten des Kutschers, Cic.: vom Zurückhalten einer zu bezahlenden Summe, Cic. ad Att. 13, 23, 3 u. 25, 1. – übtr., r. assensionis, die εποχή der Akademiker, das Zurückhalten des Beifalls, Cic. Acad. 2, 59 u. 78. – II) die Zurückhaltung, Beibehaltung, iudicum, Ascon.: societatis, Erhaltung, Lact.: retentionem habere od. facere, das Zurückhaltungsrecht haben, behalten können od. dürfen, ICt. – ret. delicti, das Beibehalten, d.i. das Nichterlassen (Ggstz. remissio delicti), Tert. adv. Marc. 4, 28.
-
50 ἐπι-χρόνιος
ἐπι-χρόνιος, langdauernd, ἐποχή, Cic. ad Att. 6, 9; Sp.
-
51 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
52 день
1. (часть суток) η ημέρα, выходной - η αργεία 2. (сутки) το εικοσιτετράωρο 3. (число месяца) η ημερομηνία 4. (время, пора, период) о καιρός, η εποχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > день
-
53 железный
1. (содержащий железо) σιδηρούχος 2. (сделанный из железа) σιδερένιος 3. (век) (ист.) о αιώνας/η εποχή του σιδήρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железный
-
54 медный
χάλκιν/ος- век ο χαλκούς αιών, η εποχή του χαλκού- купорос хим. о θειικός χαλκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > медный
-
55 навигация
1. (ав., косм., мор.) η ναυτιλία 2. (сезон) η εποχή/περίοδος της ναυσιπλοίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навигация
-
56 неолит
(археол.) η νεολιθική (περίοδος, εποχή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неолит
-
57 ордовик
(ордовикская система или период) (геол.) η ορδοβίκιος εποχή ή περίοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ордовик
-
58 палеолит
арх. η Παλαιολιθική Εποχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палеолит
-
59 палеоцен
(геол.) το Παλαιόκαινο, η Πα-λαιόκαινος Εποχή (σειρά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палеоцен
-
60 период
1. (периодических явлений) η περίοδος- απραξίας- повышенногоспроса - μεγάλης/υψηλής ζήτησηςэксплуатационный - της εκμετάλλευσης/δουλειάς2. (перенос значения на цикл явлений, повторяющихся периодически) о κύκλος επανάληψης 3 (мат, грам.) η περίοδος 4. (ист.) η εποχήордовикский - см. система ордовикская палеогеновый - см. система палеогеновая силурийский - (силур) η σιλούρια διάπλασηтриасовый - см. триас5. (биол) о χρόνος, η περίοδοςинкубационный - επώασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > период
См. также в других словарях:
Εποχή — (epoche) (греч.) воздержание от суждения. см. Эпохе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐποχή — check fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχή — η (AM ἐποχή) 1. το σημείο τού ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ τής τροχιάς του 2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις τού έτους νεοελλ. 1. χρονική περίοδος … Dictionary of Greek
εποχή — η 1. χρονική περίοδος στην οποία συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, από το οποίο και ονομάζεται αυτή: Εποχή της γαλλικής επανάστασης. 2. καθένα από τα μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία υποδιαιρείται η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου βίου, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποχῇ — ἐποχέομαι be carried upon pres subj mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres subj mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres subj act 3rd sg ἐποχή check fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
σιδήρου, εποχή του- — Προϊστορική εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση εργαλείων και όπλων φτιαγμένων από το μέταλλο αυτό. Η επεξεργασία του σίδηρου, που ήταν σπανιότατη και χρησιμοποιούνταν μόνο για διακοσμητικά αντικείμενα, χρονολογείται στην Εγγύς Ανατολή από την … Dictionary of Greek
μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… … Dictionary of Greek
ακάδια εποχή — Η μεσαία από τις τρεις γεωλογικές εποχές ή βαθμίδες της καμβρίου (βλ. λ.) περιόδου που πήρε το όνομά της από την Ακαδία, παλαιά ονομασία της περιοχής Νιου Μπράουνσγουιγκ και Νόβα Σκότια του Καναδά. Τα στρώματα της α.ε. χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
Νέα Εποχή — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1858 70), με έδρα αρχικά την Κέρκυρα και έπειτα την Κεφαλλονιά. 2. Εβδομαδιαία πολιτική και οικονομική εφημερίδα (1924 28). Ιδρύθηκε από τον Ηρ. Μάλλωση με έδρα την Αθήνα … Dictionary of Greek