-
41 φρόνησις
φρόνησις, ἡ, das Denken, der Verstand, die Klugheit, Einsicht; Soph. φρόνησιν εἰ τάνδ' ἔχω O. R. 664; λαβεῖν Phil. 1067; Eur. Suppl. 228; nach Arist. eth. 6, 5,4 ἕξις ἀληϑὴς μετὰ λόγου πρακτικὴ περὶ τὰ ἀνϑρώπῳ ἀγαϑὰ καὶ κακά; Plat. vrbdt φρόνησις καὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς, Phil. 13 e; Ggstz ἀμαϑία, Conv. 202 c, u. öfter.
-
42 χρησμο-λογική
χρησμο-λογική, ἡ, sc. τέχνη od. ἐπιστήμη, die Kunst, Gabe der Wahrsagung, Sp.
-
43 νόησις
νόησις, ἡ, das Wahrnehmen, bes. geistiges, Begreifen, Denken; νοήσει, ἀλλ' οὐκ ὄμμασι ϑεωρεῖν, Plat. Rep. VII, 529 b; καὶ λογισμός, 524 b; 534 b umfaßt er damit ἐπιστήμη u. διάνοια; τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, Tim. 28 a; Plut.
-
44 καρτερία
-
45 κατ-οπτρικός
κατ-οπτρικός, ή, όν, zum Spiegel gehörig; φαντασία, Spiegelbild oder Erscheinung, Plut. plac. phil. 3, 1, wie ἔμφασις ib. 4, 14, öfter; – ἡ κατοπτρική, sc. ἐπιστήμη, die Lehre von den im Spiegel zurückgeworfenen Strahlen, Katoptrik. – Adv. κατοπτρικῶς, Plut. plac. phil. 2, 24.
-
46 γνωστικός
γνωστικός, das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Ggstz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
-
47 εὐ-πρᾱγία
εὐ-πρᾱγία, ἡ, 1) Glück im Handeln, guter Erfolg, übh. Glück, Pind. Ol. 8, 14 P. 7, 18; Plat. Rep. II, 379 b u. öfter, er hat nur diese Form, vgl. εὐπραξία, auch bei Thuc. die gewöhnliche Form. – 2) das gute, richtige Handeln, die Behandlung, περὶ αὐλημάτων εὐπραγίαν οἱ αὐληταὶ εὐτυχέστατοι Plat. Euthyd. 279 e, der ib. 281 b οὐ μόνον εὐτυχίαν, ἀλλὰ καὶ εὐπραγίαν ἡ ἐπιστήμη παρέχει ἐν πάσῃ κτήσει τε καὶ πράξει vbdt.
-
48 ναυτικός
ναυτικός, das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk, Aesch. Pers. 375; στρατός, 714 Ag. 620; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer, 646, wie Eur. Hel. 1086; τὸ ναυτικὸν στράτευμα, I. A. 914; Soph. Phil. 58; ἐπὶ σκηναῖς ναυτικαῖς, Ai. 3; auch ναυτικὰ σκάφη, Schiffe, 1257; ναυτικὴ ἀναρχία, = ναυτῶν, Eur. Hec. 607; ἡ ναυτική, sc. τέχνη, Schifffahrtskunde, Her. 8, 1, wie ναυτικὴ ἐπιστήμη, Plat. Legg. I, 638 a; ναυτικὸς στρατός, im Ggstz det Landheeres, πεζός, Her. 7, 99. 203. 8, 131; ναυτικὴ δύναμις, Plat. Legg. IV, 706 b, wie Pol. 1, 21, 4; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte, Her. 7, 160, wie ἡ ναυτική, 161; Thuc. 1, 36; auch τὰ ναυτικά, Seemacht, 4, 75; Isocr. 4, 90; αἱ διὰ τὰ ναυτικὰ πόλεων δυνάμεις, Plat. Legg. IV, 707 a; Pol. 1, 59, 9; οἱ ναυτικοί, Matrosen, = ναῦται, 4, 41, 3, wie Thuc. 1, 18 u. A.; πόλεμος, Seekrieg, Andoc. 4, 12; – χρήματα ναυτικά, Lys. 32, 7, u. τὸ ναυτικόν allein, Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei, Dem. 27, 11 (s. oben ἀμφοτερόπλουν, ἑτερόπλουν); u. adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen, D. L. 7, 13.
-
49 δόσις
δόσις, ἡ, das Geben, die Gabe; bei Homer fünfmal: Iliad. 10, 218 Odyss. 4, 651. 6, 208. 14, 58. 18, 287. – Folgende; 1) das Geben; φαρμάκου Antiph. 1, 18; χρημάτων Thuc. 1, 137; Plat. Charm. 158 c; ἐπιστήμη αἰτήσεως καὶ δόσεως ϑεοῖς Euthyphr. 14 c. –. 2) die Gabe, das Geschenk; τοῠ ϑεοῠ μ' αἰτεῖς δόσιν Soph. O. R. 1518; Her. 1, 90 u. Folgde; ϑεῶν εἰς ἀνϑρώπους δόσις Plat. Phil. 16 c. – Bei den Aerzten = Portion, Dosis; vgl. Luc. abd. 4. – Bes. Schenkung im Testament, ein Legat an solche, die nicht zur Erbschaft berechtigt sind; Is. öfter; δόσιν γράφειν ἐν διαϑήκῃ, im Testament als Legat aussetzen, 6, 28; κατὰ δόσιν, als Vermächtniß, im Gegensatz von κατὰ γένος, 9, 8; von κατ' ἀγχιστείαν, 5, 16; κατὰ δόσιν ἁμφισβητεῖν, Isocr. 19, 45. – Bei D. Sic. 13, 10 ist ἐμβολῶν δόσεις = ἐμβολαί, von Schiffen gesagt; D. Hal. de vi Dem. 18, 48 sagt δόσιν ποιεῖσϑαι = φροντίζειν.
-
50 μεθ-οδικός
μεθ-οδικός, ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεϑοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεϑοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεϑοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεϑοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεϑοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεϑοδική, die Methodik, Sp.
-
51 διφρευτικὴ
διφρευτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst zu fahren, Ephor. bei St. B. v. Βοιωτία.
-
52 δια-λεκτικός
δια-λεκτικός, ή, όν, zum Gespräch, bes. zum Disputiren gehörig, geschickt, dialektisch; ῥήτορες δ., Plat. Crat. 398 d; nach 390 c ὁ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσϑαι ἐπιστάμενος; – comparat., Polit. 287 a; superl., Xen. Mem. 4, 5, 12; – ἡ δ. ἐπιστήμη, τέχνη, Disputirkunst, Plat. Soph. 253 d Phaedr. 276 e; τὸ δ., dass., Soph. 253 e. – Adv., διαλεκτικῶς, Plat. Phil. 17 a u. Sp.
-
53 διᾱκονος
διᾱκονος, ὁ, ion. διήκονος, der Diener, Bediente; τυράννου Aesch. Prom. 944; Soph. Phil. 497 = Bote; Her. 4, 71; Thuc. 1, 133; πόλεως, Plat. Gorg. 517 b, u. sonst bei Sp.; bes. = bei Tisch aufwartend, Ath. VII, 291 f; N. T.; ἡ δ., Dienerin, Dem. 24, 197; auch adj., ἐπιστήμη, Plat. Polit. 290 c Dah. auch compar., Φρὺξ ἀνὴρ πλαγεὶς ἀμείνων καὶ διακονέστερος, Epicharm. bei Suid. – Nach Buttm. Lexil. I, 219 von διήκω, διάκω, womit διώκω zu vgl., eilen, verwandt mit διάκτορος. Gegen die Ableitung der Alten von διὰ – κόνις. in stäubender Hast laufend, od. in Staub arbeitend, ist die Prosodie.
-
54 μάθησις
μάθησις, ὴ, das Lernen; ἀλλὰ σοὶ μάϑησις οὐ πάρα, du willst nicht lernen, Soph. El. 1021; ὧν μάϑησιν οὐκ ἔχει, Eur. Suppl. 915; ὅτι ἡμῖν ἡ μάϑησις οὐκ ἄλλο τι ἢ ἀνάμνησις τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaed. 72 a; καὶ ἐπιμέλεια, Prot. 324 a; καὶ μελέτη, Theaet. 153 b, öfter; Xen. Hem. 3, 9, 2; – ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάϑησις, der Unterricht, Plat. Lach. 190 d; auch ἡ περὶ τὸ ἓν μάϑησις, Rep. VII, 525 a. – Das Wissen, μάϑησιν οὐ καλὴν ἐκμανϑάνεις, Soph. Trach. 450; μ. καὶ ἐπιστήμη, Xen. Hem. 4, 2, 20; u. so bes. Sp. = die Wissenschaft.
-
55 νέω
νέω (ΝΥ) fut. νεύσομαι u. νευσοῦμαι, aor. ἔνευσα, schwimmen; Hom., der nur praes. u. imperf. hat, Od. 4, 344. 442, impf. ἔννεον Il. 21, 11; νέομεν πρὸς ἀκτάν, Pind. frg. 239; Her. 8, 89; Thuc. 7, 30; ἡ τοῦ νεῖν ἐπιστήμη, Plat. Gorg. 51 lc; ἐξ ὑπτίας νέων, Rep. VII, 529 c; ἡμῖν νευστέον, V, 453 d; auch Sp., doch ist νήχομαι gewöhnlicher. – Komisch sagt Ar. Equ. 321 νεῖν ἐν ταῖς ἐμβάσιν, in den Schuhen schwimmen, d. i. in den Schuhen, die zu weit sind, schlottern.
-
56 δῆτα
δῆτα, nachdrücklicher als δή, eine Gewißheit ausdrückend, gewiß, in der That; bes. – a) in Antworten, mit Wiederholung eines Wortes bejahend; γιγνώσκεϑ' ὑμεῖς ἥτις ἔσϑ' ἥδ' ἡ γυνή; – γιγνώσκομεν δῆτα, Ar. Th. 606; Plat. Phaed. 90 d; οἰκτρὸν δῆτα, ja wohl, bejammernswerth; auch sonst, wenn ein Wort nachdrücklich wiederholt wird, vgl. Aesch. Spt. 817; Soph. El. 1164. ἀπώλεσας· ἀπώλεσας δῆτα, vgl. Phil. 760; O. R. 445; zuweilen ironisch, οὐ δῆτα, ganz u. gar nicht, Ar. Av. 1391; Pl. 1070 u. sonst. – b) in Fragen, τί οὖν δῆτ' άν εἴη ἐπιστήμη; was denn nun, Plat. Theaet. 164 b; ἆρα δῆτα, Ar. Vesp. 463; oft bei Tragg., vgl. Aesch. Prom. 627; Soph. Tr. 342; Eur. Phoen. 901; τί δῆτ' ἐπειδάν, was werdet ihr erst sagen, wenn, Ar. Ach. 1101 u. öfter, wie a. com. – c) bei Wünschen u. Befehlen, nachdrücklich, u. Unwillen ausdrückend, ἀπόλοιο δῆτ' ὦ πόλεμε Ar. Nubb. 6; σκόπει δῆτα, betrachte doch nur, Plat. Gorg. 452 c; μὴ δῆτα πρὸς ϑεῶν τοῦτο μ' ἐργάσῃ, ja nicht, nimmermehr, Soph. El. 1206; vgl. Ar. Pl. 937; Th. 540; – ἦ δῆτα, traun ja, Aesch. Spt. 670; καὶ δῆτα, Thuc. 6, 38.
-
57 θεωρητικός
θεωρητικός, beschauend, betrachtend, bes. geistig, wie ἐπιστήμη ϑεωρητικὴ τῆς τῶν ὄντων αἰτίας Plat. Defin. 414 b; ὁ περὶ φύσεως ϑ., Naturforscher, Arist. part. an. 1, 1; βίος ϑεωρ., ein beschauliches, mit geistigen Betrachtungen sich beschäftigendes Leben, im Ggstze zum praktischen, Arist. Eth. 1, 5, 2; Plut. Cic. 3 u. sonst. – Adv., Poll. 4, 8.
-
58 θεο-λογικός
θεο-λογικός, ή, όν, die Kenntniß von Gott u. göttlichen Dingen betreffend; ἐπιστήμη Arist. metaph. 10, 6; Strab. X, 474 u. Sp.
-
59 αἴσθησις
αἴσθησις, ἡ, der Sinn, die Sinnenwerkzeuge, τοῠ ὁρᾶν Plat. Rep. VI, 507 e; ὄψις ἢ ἄλλη αἴσϑ. Phil. 39 h; ὦτα καὶ ῥῖνας καὶ στόμα καὶ πάσας τὰς αἰσϑ. Hipp. min. 374 d; ἀκοῆς Antiphan. bei Athen. X, 450 f; ὀσμῆς Arist. de an. 2, 7; die Wahrnehmung durch die Sinne, αἱ διὰ τῶν ῥινῶν αἰσϑήσεις Plat. Prot. 334 c; αἴσϑησιν λαβεῖν, wahrnehmen, Legg. II, 672 d u. öfter; αἰσϑήσει λαμβάνεσϑαι, wahrgenommen werden, Rep. VII, 524 d; αἴσϑησιν παρέχειν, in die Sinne fallen, Charm. 159 a; vgl. Xen. Hell. 5, 1, 8 An. 4, 6, 13; σαφεστέρας αἰσϑήσεις παρέχεται ἡμῖν Hier. 1, 6; ἐχειν τινί, dass., eigtl. Wahrnehmung haben, Thuc. 2, 61; Plat. Legg. X, 894 a; ποιεῖν τινι Antiph. 5, 44; sich bemerklich machen, vgl. Dem. 10, 7. Von geistigem Wahrnehmen, τῶν ϑυραίων κακῶν Eur. El. 288; Plut. Ant. 24 βραδεῖα αἴσϑησις, langsames Begreifen; Empfindung, von der ἐπιστήμη unterschieden, Plat. Theaet. 151 e. Bei Xen. Cyn. 3, 5 die Fährte des Hafen.
-
60 αἰδημοσύνη
αἰδημοσύνη, ἡ, Verschämtheit, Zeno bei Stob., ἐπιστήμη εὐλαβητικὴ ὀρϑοῠ ψόγου.
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek