-
1 science
επιστήμη -
2 nauka
επιστήμη -
3 věda
επιστήμη -
4 science
επιστήμη -
5 наука
-и θ.1. επιστήμη•естественные -и φυσικές επιστήμες•
точные -и θετικές επιστήμες•
передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•
заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•
отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•
академия наук Ακαδημία επιστημών•
врачебная ιατρική επιστήμη•
словесные -и η φιλολογία•
военная наука στρατιωτική Ακαδημία•
общественные -и κοινωνικές επιστήμες•
гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).
2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•отдить в -у δίνω για σπουδή•
вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.
-
6 Knowledge
subs.Science: P. and V. ἐπιστήμη, ἡ.Branch of knowledge: Ar. and P. μάθημα, τό.Information: P. and V. μάθησις, ή.Understanding: P. γνῶσις, ἡ, γνώρισις, ἡ, P. and V. ἐπιστήμη, ἡ.Acquaintance with ( persons): P. γνώρισις, ἡ (gen.).Have no knowledge of. v.: P. and V. ἀγνοεῖν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knowledge
-
7 дело
дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα* * *сде́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης
2) (занятие, работа) η δουλειάу меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα
3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός4) ( поступок) το έργο, η πράξη5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη6) юр. η υπόθεση; ο φάκελοςгражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση
••как дела́? — πώς τα πάτε
в чём де́ло? — τι συμβαίνει
в са́мом де́ле? — αλήθεια
де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…
на де́ле — στην πραγματικότητα
пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα
-
8 наука
-
9 влечь
влеч||ьнесов1. книжн. (тащить) σέρνω, τραβῶ, σύρω, ἐλκω·2. (привлекать) προσελκύω, ἐπισύρω:его \влечьет к науке τόν τραβάει ἡ ἐπιστήμη, ἐχει κλί· ση στήν ἐπιστήμή ◊ \влечь за собой συνε· πάγομαι, συνεπιφέρω· это \влечьет за собой тяжелые последствия αὐτό θά ἔχει σοβαρές συνέπειες, αὐτό συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες. -
10 наука
нау́к||аж ἡ ἐπιστήμη:гуманитарные \наукаи οἱ ἀνθρωπιστικές ἐπιστήμες· точные \наукаи οἱ θετικές ἐπιστήμες· естественные \наукаи^ οἱ φυσικές ἐπιστήμες· заниматься \наукаой ἀσχολοδμαι μέ τήν ἐπιστήμη· Академия наук СССР ἡ 'Ακαδημία τῶν Επιστημῶν τῆς ΕΣΣΔ· ◊ это тебе бу́дет \наукаой αὐτό θά σοῦ γίνει μάθημα. -
11 science
1) (knowledge gained by observation and experiment.) επιστήμη2) (a branch of such knowledge eg biology, chemistry, physics etc.) επιστήμη3) (these sciences considered as a whole: My daughter prefers science to languages.) θετικές επιστήμες•- scientifically
- scientist
- science fiction -
12 Learning
subs.Wisdom: P. and V. σοφία, ἡ.Science: P. and V. ἐπιστήμη, ἡ.Knowledge: P. and V. ἐπιστήμη, ἡ.Branch of knowledge: Ar. and P. μάθημα, τό.Culture: Ar. and P. παιδεία, ἡ.Act of learning: P. and V. μάθησις, ἡ.Erudition: P. πολυμαθία, ἡ.Quick at learning, adj.: P. εὐμαθής.Quickness at learning, subs.: P. εὐμάθεια, ἡ.Fond of learning, adj.: P. φιλομαθής.Fondness for learning, subs.: P. φιλομάθεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Learning
-
13 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
14 арабистика
η αραβιστική (η επιστήμη των αραβικών σπουδών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арабистика
-
15 литературовед
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литературовед
-
16 логопедия
η λογοθεραπεία, η επιστήμη και η θεραπεία της παιδικής βραδυγλωσ-σίας/των διαταραχών της ομιλίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > логопедия
-
17 переворот
1. (резкий перелом) η ανατροπή 2. (коренное изменение существующей общественно-политической системы) το πραξικόπημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переворот
-
18 предмет
1. (научная дисциплина) η επιστήμη, το μάθημα 2. (тема) το θέμα, το ζήτημα 3. (вещь) το αντικείμεν/ο, το είδος, το πράγμαупакованные - ы συσκευασμέναπροϊόντα/είδηхрупкие - ы εύθραυστα-α/είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предмет
-
19 русист
лингв. о φιλόλογος ειδικός της ρωσικής γλώσσαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > русист
-
20 системотехника
η επιστήμη των συστημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > системотехника
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek