-
1 глава
I глава Ι м, ж (руководитель) о αρχηγός \глава правительства о αρχηγός της κυβέρνησης \глава делегации о επικεφαλής της αντιπροσωπίας' быть во \главае... είμαι επικεφαλής... II глава II ж (в книге ) το κεφάλαιο* * *I м, ж( руководитель) ο αρχηγόςглава́ прави́тельства — ο αρχηγός της κυβέρνησης
глава́ делега́ции — ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας
II жбыть во главе́... — είμαι επικεφαλής...
( в книге) το κεφάλαιο -
2 глава
-ы, πλθ. -ы θ.1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•глава правительства ο πρωθυπουργός•
глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•
глава партии ο αρχηγός του κόμματος•
глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.
εκφρ.во -е – επικεφαλής•ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).-ы, πλθ. -ы θ. κεφάλαιο βιβλίου. -
3 бригадир
-
4 возглавить
-
5 лидер
лидер м полит, о ηγέτης, ο αρχηγός' спорт, о πρώτος, о επικεφαλής* * *м полит.ο ηγέτης, ο αρχηγός; спорт. ο πρώτος, ο επικεφαλής -
6 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
7 вести
веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.1. μ. οδηγώ, προσάγω•вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.
|| βαδίζω επικεφαλής•вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.
|| οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.
3. κατευθύνω•все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•
они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.
5. φέρω, άγω• καταλήγω•куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;
μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.
6. απρόσ. σκεβρώνω•доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.
7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•вести протокол κρατώ πρακτικό•
вести дневник κρατώ ημερολόγιο•
вести записи κρατώ σημειώσεις•
вести огонь ανάβω φωτιά•
вести знакомство πιάνω γνωριμία•
вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•
вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•
вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•
вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).
εκφρ.вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•-утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.
2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.
3. απρόσ. υνηθίζεται•так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.
4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.
-
8 возглавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.είμαι επικεφαλής, ηγούμαι• διοικώ•возглавить делегацию είααι επικεφαλής της αντιπροσωπείας•
возглавить войско ηγούμαι του στρατεύματος.
-
9 головной
επ.1. κεφαλικός, του κεφαλιού•-ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•
головной мозг εγκέφαλος•
головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•
головной убор καπέλλο•
-ая вощь ψείρα του κεφαλιού•
-ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.
2. ο επικεφαλής•головной батальон το επικεφαλής τάγμα,
εκφρ.головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το. -
10 шеф
-а α.1. ο προϊστάμενος, ο επικεφαλής• ο πάτρωνας. || παλ. διοικητής•шеф полка διοικητής συντάγματος.
2. πρώτος, επικεφαλής• шеф-повар ο αρχιμάγειρας.3. κηδεμόνας• αρωγός. -
11 ведущий
1. (главный) о οδηγών, ο επικεφαλής 2. мех. κινητήριος 3. рад. κύριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведущий
-
12 глава
1. (раздел книги, статьи) το κεφάλαιο 2. (главный, старший) о επικεφαλής, ο αρχηγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глава
-
13 делегация
η αντιπροσωπεί/αглава - и επικεφαλής της - ας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делегация
-
14 локомотив
η σιδηροδρομική μηχανήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > локомотив
-
15 ведущий
веду́щ||ий1. прич. от вести́·2. прил (главный) ἡγετικός, προεξάρχων:\ведущийая роль ὁ ἡγετικός ρόλος· \ведущийне отрасли промышленности οἱ κυριώτεροι κλάδοι τής βιομηχανίας·3. прил тех. κινητήριος:\ведущийее колесо ὁ κινητήριος τροχός·4. м ἀβ. ὁ ἐπικεφαλής, ὁ ὁδηγός/ мор. ὁ πωτόπλους·5. м (на концерте, в театре) ὁ ὁμιλητής, ὁ κονφερανσιέ. -
16 лидер
лидерм ὁ ἡγέτης, ὁ ἀρχηγός / спорт. ὁ ἐπικεφαλής:\лидер партии ὁ ἀρχηγός τοῦ κόμματος. -
17 предводитель
предводительм ὁ ὁδηγός, ὁ ἀρχηγός, ὁ ἡγέτης, ὁ ἡγήτωρ:\предводитель племени ὁ φύ-λαρχος· ◊ \предводитель дворянства ист. ὁ ἐπικεφαλής τών εὐγενών μιᾶς ἐπαρχίας (στήν τσαρική Ρωσία). -
18 предводительствовать
предводитель||ствоватьнесов εἶμαι ἐπικεφαλής, διοικώ, ὀδηγῶ. -
19 староста
старостам1. (сельский) уст. ὁ δημογέροντας·2. (группы, кружка и т. п.) ὁ ἐπικεφαλής, ὁ ὑπεύθυνος, -
20 тамада
тамадам ὁ ἐπικεφαλής τοῦ γλεντιοῦ, ὁ συμποσιάρχης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επικεφαλής — επίρρ. τροπ., που είναι αρχηγός: Επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος ήταν λοχαγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek