-
1 ηγέτης
[игэтис] ουσ. а. лидер, вождь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηγέτης
-
2 вождь
-
3 лидер
лидер м полит, о ηγέτης, ο αρχηγός' спорт, о πρώτος, о επικεφαλής* * *м полит.ο ηγέτης, ο αρχηγός; спорт. ο πρώτος, ο επικεφαλής -
4 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
5 предводитель
-я α.-ница, -ы θ.ηγέτης, ηγήτορας, αρχηγός, οδηγητής•предводитель племени φύλαρχος•
предводитель войском στρατιωτικός ηγέτης•
отрядом αρχηγός τμήματος.
εκφρ.предводитель дворянства – παλ.επαρχιακός αρχηγός ευγενών. -
6 лидер
1. (глава, руководитель) о αρχηγόςо ηγέτης 2 мор. το προπορευόμενο πλοίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лидер
-
7 военачальник
военачальникм ὁ πολεμαρχος, ὁ στρατηλάτης, ὁ στρατιωτικός ἡγέτης. -
8 вожак
вожакм1. (проводник) ὁ ὁδηγός, ὁ ποδηγέτης·2. (в стаде) ὁ ὁδηγός κοπα-διοϋ/ ὁ μπροστόρης (в отаре)·3. (руководитель) ὁ ἀρχηγός, ὁ ήγέτης. -
9 вождь
вождьм ὁ ἀρχηγός, ὁ ήγέτης. -
10 лидер
лидерм ὁ ἡγέτης, ὁ ἀρχηγός / спорт. ὁ ἐπικεφαλής:\лидер партии ὁ ἀρχηγός τοῦ κόμματος. -
11 предводитель
предводительм ὁ ὁδηγός, ὁ ἀρχηγός, ὁ ἡγέτης, ὁ ἡγήτωρ:\предводитель племени ὁ φύ-λαρχος· ◊ \предводитель дворянства ист. ὁ ἐπικεφαλής τών εὐγενών μιᾶς ἐπαρχίας (στήν τσαρική Ρωσία). -
12 руководитель
руководительм ὁ ἡγέτης, ὁ ἀρχηγός, ὁ ἐπί κεφαλής (вождь, глава) / ὁ καθοδηγητής, ὁ (δι)δάσκαλος (инструктор) / ὁ διευθυντής, ὁ προϊστάμενος (распорядитель):\руководитель кружка ὁ καθοδηγητής τοδ ὁμίλου· \руководитель учреждения ὁ διευθυντής τοῦ ιδρύματος· классный \руководитель ὁ ἐπιμελητής. -
13 вождь
[*][βόζτ'1 συσ. α αρχηγός, ηγέτης -
14 лидер
[λίντιρ] ουσ. α. ηγέτης -
15 руководитель
[ρουκαβαντίτιλ'] ουσ. α. ηγέτης αρχηγός -
16 вождь
[*][βόζτ'1 ουσ α αρχηγός, ηγέτης -
17 лидер
[λίντιρ] ουσ α ηγέτης -
18 руководитель
[ρουκαβαντίτιλ'] ουσ α ηγέτης αρχηγός -
19 вождь
-я α.αρχηγός, ηγέτης• αρχιγέτης. || καθοδηγητής. -
20 лидер
-а α.1. αρχηγός, ηγέτης, καθοδηγητής•-ы социал-демократической партии ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
2. ο προπορευόμενος•лидер шахматного турнира ο προπορευόμενος στους αγώνες σκακιού.
3. προπορευόμενο (οδηγό) πλοίο•лидер эскадренных миноносцев το προπορευόμενο (οδηγό) αντιτορπιλλικό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡγέτης — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
ηγέτης — ο πολιτικός ή στρατιωτικός αρχηγός: Ο Βενιζέλος αναδείχτηκε ο μεγαλύτερος πολιτικός ηγέτης της νεότερης Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαύμακος — Ηγέτης των Σκυθών που επαναστάτησε το 107 π.Χ. εναντίον του βασιλιά Περισάδη του E’. Ο Περισάδης σκοτώθηκε από το Σ., που ηγήθηκε μεγάλου στρατού Σκυθών αγροτών, βιοτεχνών και δούλων. Μετά την επικράτηση της επανάστασης ο Σ. έγινε κυβερνήτης στο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
μουσηγέτης — Προσωνύμιο του Απόλλωνα. Βλ. λ. Μουσαγέτης ή Μουσηγέτης ή Μοισαγέτας. * * * μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α) 1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών 2. συνθέτης μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + ᾱγέτας / ηγέτης (<… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek