Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επικεφαλής

  • 21 тамада

    [ταμαντά] ουσ. α ο επικεφαλής του γλεντιού

    Русско-греческий новый словарь > тамада

  • 22 тамада

    [ταμαντά] ουσ α ο επικεφαλής του γλεντιού

    Русско-эллинский словарь > тамада

  • 23 ведущий

    1. μτχ. ενστ. του ρ. вести.
    2. επ. προπορευόμενος, προηγούμενος, ο επικεφαλής.
    3. μτφ. βασικός, κύριος•

    -ая отрасль промышленности βασικός τομέας της βιομηχανίας.

    4. κινητήριος•

    -ее колесо ο κινητήριος τροχός.

    ουσ. ομιλητής, κονφερασιέρ, παρουσιαστής.

    Большой русско-греческий словарь > ведущий

  • 24 водить

    вожу, водишь, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ• πηγαίνω•

    водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.

    || βαδίζω επικεφαλής.
    2. οδηγώ (όχημα).
    3. κινώ επάνω σε•

    водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.

    4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•

    водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•

    водить дружбу συνάπτω φιλία.

    5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•

    водить пчел τρέφω μελίσσια•

    водить голубей κρατώ περιστέρια.

    εκφρ.
    водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•
    водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας
    1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•

    в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.

    || παρατηρούμαι• συμβαίνω•

    этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.

    || συνηθίζομαι•

    здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.

    2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•

    друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.

    || συχνάζω•

    дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.

    εκφρ.
    как -ится – όπως συνηθίζεται.

    Большой русско-греческий словарь > водить

  • 25 возглавлять

    ρ.δ.
    βλ. возглавить.
    έχω επικεφαλής, έχω για ηγέτη, αρχηγό.

    Большой русско-греческий словарь > возглавлять

  • 26 впереди

    επίρ.
    1. μπροστά, έμπροσθεν•

    впереди показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώνας.

    2. στο μέλλον•

    у тебя целая жизнь -μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή.

    3. επικεφαλής•

    он шел впереди всех αυτός πήγαινε μπροστά απ’ όλους (προπορεύονταν).

    εκφρ.
    быть впереди – υπερέχω, ξεπερνώ, προπορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > впереди

  • 27 дворецкий

    -го α. ο, επικεφαλής των αυλικών υπηρετών (αυλοθεραπόντων). || αρχιμάγειρας ανακτόρων.

    Большой русско-греческий словарь > дворецкий

  • 28 секретарь

    α. -рша, -и θ.
    1. ο, η γραμματέας, γραμματικός•

    личный секретарь ο ιδιαίτερος γραμματέας.

    || πρακτ ικογράφος•

    секретарь суда πρακτ ικογράφος του δικαστηρίου.

    2. εκλεγμένος καθοδηγητής•

    секретарь партийного бюро γραμματέας του κομματικού γραφείου.

    3. ο επικεφαλής•

    редакции газеты ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας.

    εκφρ.
    государственный секретарь – υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ•
    учёный секретарь – γραμματέας επιστημονικού ιδρύματος.

    Большой русско-греческий словарь > секретарь

  • 29 старший

    επ., υπερθ. β. старейший.
    1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•

    старший брат μεγαλύτερος αδερφός•

    -ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•

    старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•

    -ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.

    || παλιός, πρότερος, προγενέστερος.
    2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.
    3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•

    -ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•

    мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•

    офицер αρχαιότερος αξιωματικός.

    4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•

    старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.

    5. ανώτερος, μεγαλύτερος•

    -ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.

    Большой русско-греческий словарь > старший

  • 30 старшина

    θ. αθρσ. οι προεστοί, οι προύχοντες• δημογέροντες•

    казачкая старшина οι κοζάκοι προεστοί.

    -ы θ., πλθ. -йны, -ин α.
    1. επιλοχίας.
    2. κελευστής (πολεμικού ναυτικού).
    3. παλ. αρχηγός, αρχηγέτης• επικεφαλής• υπεύθυνος.
    εκφρ.
    войсковой старшина – αντισυνταγματάρχης των Κοζάκων.

    Большой русско-греческий словарь > старшина

  • 31 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 32 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 33 торгпред

    α.
    εμπορικός αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό• ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.

    Большой русско-греческий словарь > торгпред

  • 34 тральщик

    α.
    1. αλιευτικό σκάφος εφοδιασμένο με τράτες.
    2. ο επικεφαλής των τρατάρηδων.
    3. ναρκαλιευτικό, ναρκοσυλλέκτρια.
    4. ο ναρκοσυλλέκτης.

    Большой русско-греческий словарь > тральщик

  • 35 чело

    -а, πλθ. чла, чл ουδ.
    1. παλ. μέτωπο προσώπου.
    2. το εξωτερικό στόμιο της ρωσικής θερμάστρας.
    3. οπή τροφοδότησης της της καμίνου.
    εκφρ.
    бить, ударить -ом кому – α) υποκλίνομαι, σε κάποιον, χαιρετώ με υπόκλιση, β) παρακαλώ κάποιον για κάτι. γ) υπερευχαριστώ, ευγνωμονώ κάποιον για κάτι•
    в - – Θ
    επικεφαλής.

    Большой русско-греческий словарь > чело

См. также в других словарях:

  • επικεφαλής — επίρρ. τροπ., που είναι αρχηγός: Επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος ήταν λοχαγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»