Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

επιζώ

  • 1 επιζώ

    (α) αμετ.
    1) пережить, жить дольше (кого-чего-л.);

    οι επιζώντες απόγονοι τού — А. живые потомки Α.;

    τό όνομά του επέζησε στην ιστορία имя его вошло в историю;
    2) остаться в живых, уцелеть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιζώ

См. также в других словарях:

  • επιζώ — επιζώ, επέζησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: επιζώ : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ως ουσιαστικό (οι επιζώντες) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιζώ — (AM ἐπιζῶ, ήω) ζω, εξακολουθώ να υπάρχω και μετά τον θάνατο κάποιου ή μετά από κάποιο γεγονός (α. «επέζησαν τού πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε τού συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ τοιοῦτος χρόνον ἐπιζώῃ», Πλάτ.) αρχ. διαρκώ, παραμένω («τοῡ …   Dictionary of Greek

  • επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίζω — ἐφίζω set upon pres subj act 1st sg (ionic) ἐφίζω set upon pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβιώνω — επιβίωσα, αμτβ. 1. ζω ακόμη ύστερα από κάτι, επιζώ, εξακολουθώ να ζω. 2. επιζώ μετά την καταστροφή ή το θάνατο άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απενιαυτίζω — ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α) 1. εξορίζομαι για ένα έτος 2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • διαγίγνομαι — και διαγίνομαι (Α) 1. διέρχομαι, περνώ 2. ζω 3. επιζώ 4. παρεμπίπτω, παρέρχομαι, φθάνω σε κάποια ηλικία και μάλιστα προχωρημένη 5. (με επίρρ.) συμβαίνω κατά κάποιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… …   Dictionary of Greek

  • εναπολείπω — (AM ἐναπολείπω) αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω μσν. μέσ. ἐναπολείπομαι 1. υπολείπομαι, εναπομένω 2. μτφ. επιζώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»