-
1 επιβατικό(ν)
το пассажирское судно -
2 επιβατικό(ν)
το пассажирское судно -
3 αερόπλανο
αερόπλανο[ν] τό самолёт;αεριωθούμενο αερόπλανο — реактивный самолёт;
επιβατικό αερόπλανο — пассажирский самолёт;
μεταγωγικό αερόπλανο — транспортный самолёт;
βομβαρδιστικό αερόπλανο — бомбардировщик;
αερόπλανο βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик;
αερόπλανο εφόδου — штурмовик;
ανιχνευτικό αερόπλανο — самолёт-разведчик;
καταδιωχτικό αερόπλανο — истребитель
-
4 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
-
5 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
См. также в других словарях:
υπερωκεάνιο — το 1. μεγάλο επιβατικό πλοίο που διαπλέει τους ωκεανούς: Υπερωκεάνιο της γραμμής Λονδίνου Νέας Υόρκης. 2. γενικά κάθε επιβατικό πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… … Dictionary of Greek
καρότσα — η (Μ καρότσα) άμαξα που σύρεται από άλογα νεοελλ. 1. το αμάξωμα τών, φορτηγών κυρίως, αυτοκινήτων 2. επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carrozza] … Dictionary of Greek
μεταστάθμευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασταθμεύω, η αλλαγή τού τόπου στάθμευσης, η στάθμευση σε άλλο τόπο («η μεταστάθμευση τών λεωφορείων προκάλεσε αναστάτωση στο επιβατικό κοινό, που δεν τήν είχε πληροφορηθεί έγκαιρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. μετασταθμεύω. Η… … Dictionary of Greek
μοτοσυκλέτα — και μοτοσικλέτα η τεχνολ. δίτροχο ή, σπανιότερα, τρίτροχο επιβατικό μηχανοκίνητο όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. motocyclette < γαλλ. moto (< moteur «κινητήρας») + cyclette (< bicyclette «ποδήλατο»)] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
τσάρτερ — το, Ν άκλ. (αεροπ.) επιβατικό αεροπλάνο μισθωμένο από τουριστική εταιρία για ιδιαίτερη πτήση, με μείωση τής τιμής τού κομίστρου … Dictionary of Greek
Ζέπελιν, Φέρντιναντ φον- — (Ferdinand von Zeppelin, Κωσταντία 1838 – Σαρλότεμπουργκ 1917). Γερμανός στρατιωτικός, μηχανικός και βιομήχανος. Το 1854 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη στρατιωτική ακαδημία του Λούντβιγκσμπουργκ και κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής. Πήρε… … Dictionary of Greek