-
1 αερόπλανο
αερόπλανο[ν] τό самолёт;αεριωθούμενο αερόπλανο — реактивный самолёт;
επιβατικό αερόπλανο — пассажирский самолёт;
μεταγωγικό αερόπλανο — транспортный самолёт;
βομβαρδιστικό αερόπλανο — бомбардировщик;
αερόπλανο βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик;
αερόπλανο εφόδου — штурмовик;
ανιχνευτικό αερόπλανο — самолёт-разведчик;
καταδιωχτικό αερόπλανο — истребитель
-
2 προπέμπω
(αόρ. προέπεμψα) μετ. заранее или вперёд посылать, отправлять;προέπεμψα ανιχνευτικό απόσπασμα вперёд я послал разведывательный отряд
См. также в других словарях:
ανιχνευτικός — ή, ό 1. ο αρμόδιος, ο ικανός για ανίχνευση 2. το ουδ. ως ουσ. το ανιχνευτικό ελαφρό και ταχύ πολεμικό πλοίο ή αεροπλάνο που χρησιμοποιείται για να ανιχνεύσει τις συνθήκες μιας περιοχής, τη θέση και τη δύναμη του εχθρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιχνευτής.… … Dictionary of Greek
γαλέα — (I) η (Μ γαλέα) μικρό πολεμικό πλοίο με πανιά και κουπιά που τό χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός στόλος ως ανιχνευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (κάτω ιταλ.) galea]. (II) η βλ. γαλιά … Dictionary of Greek
δανικός — Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο … Dictionary of Greek
Αλεξανδρής, Κωνσταντίνος — (1894 – 1976). Ναύαρχος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Φοιτητής ακόμα στη Σχολή Δοκίμων, με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου, αποσπάστηκε στο ανιχνευτικό πολεμικό σκάφος Λέων, με τον βαθμό του αρχικελευστή. Με το πλοίο αυτό πολέμησε στις… … Dictionary of Greek
ανιχνευτικός — ή, ό ο κατάλληλος για ανίχνευση: Η μοίρα εκείνη του στόλου διέθετε και ανιχνευτικό πλοίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)