-
1 αερόπλανο
αερόπλανο[ν] τό самолёт;αεριωθούμενο αερόπλανο — реактивный самолёт;
επιβατικό αερόπλανο — пассажирский самолёт;
μεταγωγικό αερόπλανο — транспортный самолёт;
βομβαρδιστικό αερόπλανο — бомбардировщик;
αερόπλανο βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик;
αερόπλανο εφόδου — штурмовик;
ανιχνευτικό αερόπλανο — самолёт-разведчик;
καταδιωχτικό αερόπλανο — истребитель
-
2 κάθετος
См. также в других словарях:
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
στούκα — Όνομα που δόθηκε στο γερμανικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο Γιούνκερς JU 87 κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου. Σχεδιάστηκε στα τέλη του 1935 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Ήταν εφοδιασμένο με … Dictionary of Greek
βομβαρδιστικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον βομβαρδισμό 2. το ουδ. ως ουσ. το βομβαρδιστικό ειδικό αεροπλάνο με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση αποστολών βομβαρδισμού … Dictionary of Greek
Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… … Dictionary of Greek
Μακ Γκόβερν, Τζορτζ Στάνλεϊ — (George Stanley McGovern, Έιβον, Νότια Ντακότα 1922 –). Αμερικανός πανεπιστημιακός και πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Γουέσλιαν του Μίτσελ και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στην πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ, ως πιλότος… … Dictionary of Greek
Ντε Χάβιλαντ, Τζέφρι — (Jefrey de Havilland, Χάσλεμερ, Σάρεϊ 1885 – Λονδίνο 1965). Άγγλος αεροναυπηγός και μηχανικός. Υποστήριξε με πίστη τις πρωτοποριακές εξελίξεις της αεροναυτικής και το 1910 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση με αεροπλάνο που σχεδίασε ο ίδιος. Προς … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek