-
1 надоесть
-
2 кабрирование
η ουραία επιβάρυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабрирование
-
3 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
4 наваливать
наваливатьнесов, навалить сов σωριάζω, συσσωρεύω (в кучу, беспорядочно)! φορτώνω (какой-л. груз):\наваливать дрова́ в сарай σωριάζω τά ξύλα στήν ἀποθήκη·2. (обязанности и т. п.) разг ἐπιβαρύνω, φορτώνω·3. безл:навалило много сиегу σώριασε πολύ χιόνι· навалило много народу разг μαζεύτηκε πολύς κόσμος. -
5 нагружать
нагружатьнесов, нагрузить сов1. φορτώνω·2. (обременять) ἐπιφορτίζω, ἐπιβαρύνω. -
6 нагружать
[ναγκρουζάτ'] ρ. φορτώνω, επιβαρύνω -
7 обременять
[αμπριμινγιάτ'] ρ. επιβαρύνω -
8 тяготить
[τιγκατίτ'] ρ. επιβαρύνω -
9 нагружать
[ναγκρουζάτ'] ρ φορτώνω, επιβαρύνω -
10 обременять
[αμπριμινγιάτ'] ρ επιβαρύνω -
11 тяготить
[τιγκατίτ'] ρ επιβαρύνω -
12 бременить
ρ.δ.μ.παλ. βαρύνω, επιβαρύνω, επιφορτίζω. -
13 навалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•
-ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.
|| μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•-ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.
2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•-ло много сн-гу χιόνισε πολύ.
4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.
5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.
|| μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.4. πέφτω σωρηδόν. -
14 обременить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. • обременённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. παραφορτώνω, υπερφορτίζω.2. μτφ. επιβαρύνω, επιφορτίζω.επιβαρύνομαι, επιφορτίζομαι,.παραφορτώνομαι. -
15 обуза
-ы θ.βάρος, άχθος, φόρτος, -τίο, φόρτωμα• αγγαρεία•взвалить на кого-н. -у επιβαρύνω κάποιον, αγγαρεύω•
сделаться для кого -ой γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
быть -ой для кого-л. είμαι βάρος σε κάποιον.
-
16 отяготить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отягощенный, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.επιβαρύνω. || μτφ. επιφορτίζω δυσκολεύω, δυσχεραίνω.παλ. βαριέμαι βαρύνομαι•жели вы не -йтесь, приходите к нам αν δε βαριέστε, ελάτε σε μας•
отяготить сомнением με τρώει η αμφιβολία.
-
17 утяжелить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утяжеленный, βρ: -лен, -лена, -лею ρ.σ.μ.επιβαρύνω, κάνω πιο βαρύ.βαρύνω, γίνομαι πιο βαρύς.
См. также в других словарях:
επιβαρύνω — επιβαρύνω, επιβάρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιβαρύνω — (AM ἐπιβαρύνω) [βαρύνω] πιέζω με πρόσθετο βάρος νεοελλ. 1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα») 2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τόν λαό») 3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την… … Dictionary of Greek
επιβαρύνω — επιβάρυνα, επιβαρύνθηκα, επιβαρημένος, μτβ. 1. βαρύνω κάτι με πρόσθετο βάρος: Η πολυκατοικία επιβαρύνθηκε με παραπανίσιο όροφο και κατάρρευσε. 2. μτφ., επιβάλλω σε κάποιον κάτι βαρύ (υποχρέωση, έξοδα, φόρους κτό.), επιφορτίζω: Με επιβάρυνε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβαρυνθήσεται — ἐπιβαρύνω press heavily on fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαρύνει — ἐπιβαρύ̱νει , ἐπιβαρύνω press heavily on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιβαρύ̱νει , ἐπιβαρύνω press heavily on pres ind mp 2nd sg ἐπιβαρύ̱νει , ἐπιβαρύνω press heavily on pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαρύνουσι — ἐπιβαρύ̱νουσι , ἐπιβαρύνω press heavily on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιβαρύ̱νουσι , ἐπιβαρύνω press heavily on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιβαρύ̱νουσι , ἐπιβαρύνω press heavily on pres ind act 3rd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κατεπιβαρώ — κατεπιβαρῶ, έω (Α) επιβαρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι βαρῶ «επιβαρύνω»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia