-
1 ενοχλώ
[энохло] р. беспокоить, обременять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενοχλώ
-
2 беспокоить
беспокоить 1) (волновать) ανησυχώ, στενοχωρώ меня -ит... με ανησυχεί... 2) (ме шать ) ενοχλώ извините, что \беспокоитью вас... με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ \беспокоитьиться 1) (вол новаться ) ανησυχώ не \беспокоитьй тесь έννοια σας, μη σας ενοχλεί 2) (утруждать себя) κάνω τον κόπο, ενοχλούμαι* * *1) ( волновать) ανησυχώ, στενοχωρώменя́ беспоко́ит... — με ανησυχεί...
2) ( мешать) ενοχλώизвини́те, что беспоко́ю вас... — με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ
-
3 стеснить
-
4 беспокойство
беспокойство с 1) (волне ние ) η ανησυχία 2) (наруше ние покоя) η ταραχή, η ενό χληση простите за \беспокойство με συγχωρείτε που σας ενοχλώ* * *с1) ( волнение) η ανησυχία2) ( нарушение покоя) η ταραχή, η ενόχλησηпрости́те за беспоко́йство — με συγχωρείτε που σας ενοχλώ
-
5 мешать
I мешать Ι 1) εμποδίζω 2) (докучать) ενοχλώ, πειράζω ◇ не \мешатьло бы... δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να... II мешать II (смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω* * *I1) εμποδίζω2) ( докучать) ενοχλώ, πειράζω••IIне меша́ло бы... — δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να…
( смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω -
6 надоесть
-
7 помешать
помешать см. мешать I; я вам не \помешатью? δε θα σας ενοχλώ;* * *см. мешать Iя вам не помеша́ю? — δε θα σας ενοχλώ
-
8 осаждать
осаждатьнесов1. (подвергать осаде) πολιορκώ:\осаждать крепость πολιορκώ φρούριο·2. перен разг ἐνοχλώ, γίνομαι κο-λιτσίδα:\осаждать просьбами ἐνοχλώ μέ παρακλήσεις· \осаждать вопросами βομβαρδίζω μέ ἐρωτήματα·3. хим. προκαλώ καθίζηση, κάνω κάτι νά κατακαθίσει. -
9 бомбардировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ.1. βομβαρδίζω•бомбардировать город βομβαρδίζω την πόλη.
2. μτφ. ενοχλώ αλλεπάλληλα•бомбардировать просьбами ενοχλώ με συνεχείς παρακλήσεις.
-
10 перетормошить
-шу, -шишь, παθ; μτχ. παρλθ. χρ. перетормошенный, βρ: -шен, -шена., -шеноρ.σ.μ.ενοχλώ πειράζω (όλους, πολλούς)•всех соседей ενοχλώ όλους τους γείτονες.
-
11 утрудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утружденный, βρ: -ден,• -дена, -оρ.σ.μ. παλ. ανησυχώ, ενοχλώ•утрудить кого своим при-суствием ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου.
κουράζομαι, κοπιάζω, αποσταίνω. -
12 мешать
I.(быть помехой в чём-л.) εμποδίζω, ενοχλώ, παρακωλύωII. 1. (перемешивать, размешивать) ανακατώνω, αναδεύω 2. (соединять в одно что-л. разнородное) αναμ(ε)ιγνύω, ανακατώνω/ανακατεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мешать
-
13 нарушать
1. (мешать нормальному действию, состоянию) διαταράσσωταράζωενοχλώ2. (прерывать) διακόπτω 3. (не соблюсти, переступать) παραβιάζω, καταπατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушать
-
14 преследовать
1. (гнаться за кем-, чем-л.) καταδιώκω, κυνηγώ 2. (неотступно следовать за кем-л.) ακολουθώ, καταδιώκω 3. (не оставлять в покое, мучить) ενοχλώ 4. (подвергать гонениям, притеснять) διώκω, κατατρέχω 5. юр. (предавать суду, подвергать суду) διώκω 6. (стремиться к чему-л., добиваться осуществления чего-л.) επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преследовать
-
15 беспокоить
беспокоитьнесов1. (мешать) ἐνοχλώ, ἀπασχολώ, σκοτίζω/στενοχωρώ (стеснять);2. (волновать) ἀνησυχώ (μετ), ταράζω. -
16 будоражить
будоражитьнесов разг ἀναστατώνω, σηκώνω στό πόδι/ ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ (беспокоить)Ι ξυπνῶ, διεγείρω (возбуждать). -
17 грызть
грызтьнесов1. ροκανίζω, τραγανίζω/ γριτσανίζω, ξεκοκκαλίζω (кость)! δαγκώνω (кусать):\грызть но́гти τρώγω τά νύχια μου·2. перен λυώνω, βασανίζω, μαραίνω (о тоске, беспокойстве)! ἐνοχλῶ, τρώγω μέ τή γκρίνια μου (изводить). -
18 дергать
дерг||атьнесов1. (за что-л.) τραβώ, σέρνω, σύρω·2. (выдергивать) ξεριζώνω, ἀποσπῶ, ἐκριζώνω·3. перец. (беспокоить) βασανίζω, ἐνοχλώ·4. беи. (о боли):у меня \дергатьает палец μέ σου· βλίζει τό δάκτυλο· ◊ \дергатьаться συσπώμαι τινάζομαι (при судорогах):у меня\дергатьает с я глаз παίζει τό μάτι μου. -
19 докучать
докучатьнесов γίνομαι ὀχληρός, σκοτίζω, παραζαλίζω, ἐνοχλῶ:\докучать просьбами γίνομαι ὀχληρός, γίνομαι φορτικός, γίνομαι βαρετός ζητώντας κάτι. -
20 донимать
дониматьнесов ἀνιῶ, ἐνοχλῶ, σκοτίζω, παραζαλίζω, κουράζω:\донимать упреками παραζαλίζω μέ κατηγορίες.
См. также в других словарях:
ενοχλώ — ενοχλώ, ενόχλησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. ενοχλεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
ενοχλώ — ενόχλησα, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος, μτβ., προξενώ ενόχληση σε κάποιον, ταράζω την ησυχία του, στενοχωρώ, δυσαρεστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνοχλῶ — ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεκουφαίνω — ενοχλώ προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο («μάς ξεκούφανες με τις φωνές σου») … Dictionary of Greek
παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… … Dictionary of Greek
διενοχλώ — διενοχλῶ ( έω) (AM) [ενοχλώ] ενοχλώ αδιάκοπα, υπερβολικά … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
παροχλώ — έω, Α παρενοχλώ, ενοχλώ επί πλέον, προκαλώ πρόσθετη ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλῶ «εμποδίζω ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσοχλώ — έω, Α ενοχλώ, δυσαρεστώ ή ταράζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσπαρενοχλώ — έω, Μ ενοχλώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρενοχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek