Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βαρέθηκα

  • 1 надоесть

    -ем, -ешь, -ст, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. надоел, -ла, -ло: προστκ. δεν έχει1 ρ.σ. ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, βαρετός, φορτικός•

    -ло бездельничать! βαρέθηκα να κάθομαι χωρίς δουλειά•

    он -л мне τον βαρέθηκα•

    боюсь надоесть вам φοβάμαι μήπως σας ενοχλήσω•

    -ла мне жизнь βαρέθηκα τη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > надоесть

  • 2 надоесть

    надоесть ενοχλώ, επιβαρύνω* мне \надоестьло βαρέθηκα
    * * *
    ενοχλώ, επιβαρύνω

    мне надое́ло — βαρέθηκα για πολύ καιρό

    Русско-греческий словарь > надоесть

  • 3 надоесть

    надое||сть
    сов см. надоедать· \надоестьло ать βαρέθηκα νά παίζω· мне все это ю ὅλα αὐτά τά βαρέθηκα.

    Русско-новогреческий словарь > надоесть

  • 4 довольно

    довольно I
    нареч
    1.прил и нареч) ἀρκετά, ἐπαρκώς:
    я чу́вствую себя́ \довольно хорошо́ αἰσθάνομαι τόν ἐαυτόν μου ἀρκετά καλά· \довольно красивый ἀρκετά δμο-ρφος·
    2. (достаточно) ἀρκετά, ἀρκεί, φθάνει:
    с меня и этого \довольно γιά μένα αὐτό εἶναι ἀρκετό· \довольно, мне это надоело1 φτάνει! βαρέθηκα!· \довольно говорить об э́том! φτάνει (νά μιλάμε) γι· αὐτό!
    довольно II
    нареч μέ Ικανοποίηση, ικανοποιημένος:
    он \довольно улыбался χαμογελούσε μέ Ικανοποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > довольно

  • 5 наскучивать

    наскучивать
    несов, наскучить сов γίνομαι ὀχληρός, ἀνιαρός, βαρετός:
    мне наскучило это αὐτό τό βαρέθηκα.

    Русско-новогреческий словарь > наскучивать

  • 6 опостылеть

    опостыле||ть
    сов разг γίνομαι μισητός, γίνομαι ἀπεχθής, γίνομαι βαρετός:
    \опостылетьло мне все это τά βαρέθηκα ὀλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > опостылеть

  • 7 осточертеть

    осточерте||ть
    сов груб.:
    это мне \осточертетьло τό μπούχτισα, τό βαρέθηκα.

    Русско-новогреческий словарь > осточертеть

  • 8 порядком

    порядком
    нареч разг 1 (весьма) πολύ:
    \порядком надоело πολύ βαρέθηκα·
    2. (как следует) ἀρκετά, ὅπως θἄπρεπε:
    я ничего еще \порядком не видел τίποτα δέν είδα ἀκόμη ὅπως θἄπρεπε.

    Русско-новогреческий словарь > порядком

  • 9 редьцка

    редьцка
    ж τό ρεπάνι, τό ραπάνι:
    надоел хуже горькой \редьцкаки τόν βαρέθηκα σάν τίς ἀμαρτίες μου.

    Русско-новогреческий словарь > редьцка

  • 10 смерть

    смерт||ь
    ж ὁ θάνατος:
    естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά.

    Русско-новогреческий словарь > смерть

  • 11 хватить

    хватить
    сов
    1. см. хватать Ι, 3-2. (ударить) разг χτυπῶ, ἀμολῶ, κολλῶ:
    \хватить кулаком χτυπώ γροθιά· ◊ \хватить горя τραβώ πολλά· \хватить через край τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, ὑπερβαίνω τά ὅρια· \хватить лишнего разг παραπίνω· его́ хвати́л удар ἐπαθε ἀποπληξία, τοῦρθε ταμπλδς· хватит! ἀρκεῖ!, φθάνει!, πάψε!· с меня хватит! βαρέθηκα πιά, φθάνει!· хватит тебе болтать πάψε νά φλυαρείς· эка хватил! τά παραλές!, τό παρακάνεις!

    Русско-новогреческий словарь > хватить

  • 12 бубнить

    ρ.δ.
    επαναλαμβάνω (κοπανάω) τα ίδια και τα ίδια•

    не бубни, надоел μη κοπανάς τα ίδια και τα ίδια, σε βαρέθηκα.

    Большой русско-греческий словарь > бубнить

  • 13 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 14 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 15 чужбина

    θ.
    η ξενιτιά, τα ξένα•

    мне надоело жить в -е βαρέθηκα να ζω στην ξενιτιά.

    Большой русско-греческий словарь > чужбина

См. также в других словарях:

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • ανέβα — το 1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα «βαρέθηκα το ανέβα κατέβα» 2. ανωφέρεια, ανηφοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • καθισ(ι)ό — και καθησ(ι)ό, το 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή καθίζω 2. αποχή από εργασία, ανάπαυση, αργία («βαρέθηκα το καθισιό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθ ισ τού αορ. ἐκάθ ισα τού καθ ὶζ ω + κατάλ. ιό (πρβλ. συμ πεθερ ιό, τεμπελ ιό)] …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • βαριέμαι — βαριέμαι, βαρέθηκα βλ. πίν. 63 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριέμαι — και βαριούμαι αισθάνομαι πλήξη, στενοχώρια, ανία, δεν έχω καλή διάθεση, τεμπελιάζω: Βαριέμαι να βλέπω τηλεόραση. –  Βαρέθηκα να τον παρακαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερουσία — η 1.η σύγκλητος της αρχαίας Ρώμης. 2. νομοθετικό σώμα σε πολλά συνταγματικά κράτη, η άνω βουλή: Η γερουσία ψήφισε αρνητικά. 3. (περιλ.) το σύνολο ή μια ομάδα γέρων με συντηρητικές απόψεις: Βαρέθηκα να συζητώ με τη γερουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοκόπος — ο αυτός που λέει πολλά χωρίς να πραγματοποιεί τίποτε, ο αερολόγος: Βαρέθηκα τους λογοκόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»