Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επεσε+απ'+τον

См. также в других словарях:

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • Βάλντεμαρ — (Waldemar). Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. Β. Α’, ο επιλεγόμενος Μέγας (1131 1182). Βασιλιάς της Δανίας (1157 82). Ήταν γιος του αγίου Κανούτου Λαβάρντ και της Ρωσίδας πριγκίπισσας Ίνζεμποργκ. Σε ηλικία 16 ετών αναμείχτηκε στην υπόθεση της… …   Dictionary of Greek

  • Βηθλεέμ — (αραβ. Bayt Lahm). Πόλη (24.000 κάτ. το 2002) στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη, χτισμένη στις βόρειες πλαγιές των ορέων της Ιουδαίας, σε ύψος 685 μ., περίπου 8 χλμ. ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Η πόλη βρίσκεται υπό αμφισβητούμενη κατοχή του ισραηλινού… …   Dictionary of Greek

  • αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… …   Dictionary of Greek

  • διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς …   Dictionary of Greek

  • Konstantinos Koukidis — Mahnmal für Konstantinos Koukidis Die Fla …   Deutsch Wikipedia

  • Καππώτας — Επίκληση του Δία, ο οποίος λατρευόταν στο Γύθειο με τη μορφή πέτρας που θεράπευε τους πόνους. Η ετυμολογία της επίκλησης προέρχεται από τις λέξεις κατά και παύω (ή κατά και πίπτω) και σχετίζεται με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Σύμφωνα με μία… …   Dictionary of Greek

  • αεροπετής — ές (Α ἀεροπετής, ές) αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + πετής < πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • ποσειδωνοπετής — ές, Α αυτός που έπεσε από τον Ποσειδώνα, που προέρχεται από τον Ποσειδώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδῶν, ῶνος + πετής (< πίπτω*)] …   Dictionary of Greek

  • προαπόπτωτος — ον, Α [προαποπίπτω] αυτός που έπεσε πρώιμα («τὸν κύτταρον τὸν πιτύϊνον ὅμοιον καὶ ἀνάλογον εἶναι τοῑς προαποπτώτοις ἐρινοῑς», θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • διοπετής — διοπετής, ές (Α) 1. διιπετής, αυτός που έπεσε από τον Δία 2. (για ποταμούς) αυτός που διογκώνεται, που φουσκώνει από τα νερά τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διιπετής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»