Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επεμβαίνω

  • 1 вмешаться

    вмешаться, вмеш и ваться επεμβαίνω, μεσολαβώ· ανακα τεύομαι (впутываться)
    * * *
    = вмешиваться
    επεμβαίνω, μεσολαβώ; ανακατεύομαι ( впутываться)

    Русско-греческий словарь > вмешаться

  • 2 вторгаться

    вторгаться
    несов-, вторгнуться сов εἰσβάλλω, κάνω ἐπιδρομή, ἐπεμβαίνω:
    \вторгаться в чужие владения καταπατώ ξένη ἰδιοκτησία· \вторгаться в чужую жизнь ἐπεμβαίνω στή ζωή ἐνός ἄλλου.

    Русско-новогреческий словарь > вторгаться

  • 3 вторгнуться

    -нусь, -нешься, παρλθ. χρ. вторгся, -глась, -глось
    ρ.σ.
    εισβάλλω, επιτίθεμαι αιφνίδια•

    враг -гея на нашу страну ο εχθρός εισέβαλε στη χώρα μας.

    || μτφ. επεμβαίνω κατάφορα•

    вторгнуться в чужие дела επεμβαίνω ξεδιάντροπα στις ξένες υποθέσεις.

    || εισχωρώ, εισβάλλω, εισδύω, μπαίνω μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > вторгнуться

  • 4 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 5 подсунуть

    ρ.σ.μ.
    χώνω, βάζω αποκάτω•

    подсунуть сундук под кровать βάζω το σεντούκι κάτω από το κρεβάτι.

    || χώνω, βάζω απαρατήρητα, κρυφά. || απατώ, ξεγελώ, πασάρω•

    он -ул мне фальшивую монету αυτός μου πάσαρε ένα κάλπικο νόμισμα.

    (απλ.) πλησιάζω• χώνομαι. || μτφ. επεμβαίνω•

    подсунуть с советами επεμβαίνω με συμβουλές.

    Большой русско-греческий словарь > подсунуть

  • 6 тыкать

    тычу, тычешь
    κ. тыкаю
    -аешь,
    επιρ. μτχ. тыча
    κ. тыкая ρ.δ.
    1. μπήγω, χώνω•

    тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.

    || χτυπώ• σκουντώ•

    тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.

    || κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.
    2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.
    4. εισάγω, βάζω μέσα•

    тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•

    тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.

    || στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.
    εκφρ.
    тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•
    тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•
    тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.
    1. μπήγομαι, χώνομαι•

    стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.

    2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.
    3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    4. περιφέρομαι ανήσυχα•

    всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.

    5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.
    εκφρ.
    тыкать носомβλ. клевать носом (λ. клевать).
    -аю, -аешь κ. тычу, тычешь
    ρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό.

    Большой русско-греческий словарь > тыкать

  • 7 вмешаться

    вмешать||ся
    ἀνακατεύομαι, ἀναμιγνύομαι, παρεμβαίνω/ ἐπεμβαίνω (в политику):
    \вмешатьсяся в разговор ἀνακατεύομαι (или παρεμβαίνω) στή συζήτηση· не вмешивайся в чужие дела μήν ἀνακατεύεσαι σέ ξένες δουλειές.

    Русско-новогреческий словарь > вмешаться

  • 8 мешаться

    мешаться
    несов разг (вмешиваться во что-л.) ἐπεμβαίνω, ἀνακατώνομαι:
    \мешаться в чужие дела ἀνακατώνομαι σέ ξένες δουλειές (υποθέσεις).

    Русско-новогреческий словарь > мешаться

  • 9 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 10 всунуть

    ρ.σ.μ. βάζω μέσα, χώνω•

    всунуть руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•

    всунуть ногу в сапог βάζω το πόδι στη μπότα.

    1. μπαίνω μέσα, χώνομαι,
    2. μτφ. επεμβαίνω, αναμιγνύομαι, χώνω τη μύτη μου.

    Большой русско-греческий словарь > всунуть

  • 11 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 12 интервенировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) επεμβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > интервенировать

  • 13 мешать

    ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•

    не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•

    он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.

    εκφρ.
    не -ает – δεν πειράζει•
    не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.
    1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.
    2. επεμβαίνω,
    ρ.δ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω•

    кашу ανακατώνω το κουρκούτι•

    мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.

    2. συμμιγνύω•

    мешать краски συμμιγνύω χρώματα.

    || συμφύρω•

    мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.

    3. μπερδεύω, συγχέω•

    я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.

    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.
    2. μπερδεύομαι.
    3. συγχύζομαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•
    мешать в уме (в рассудке)κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > мешать

  • 14 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 15 пас

    επιφ.
    1. (χαρτπ.) πάσο, άρνηση, υποχώρηση.
    2. ως κατηγ. πάω πάσο, δεν ανακατεύομαι, δεν επεμβαίνω.
    α. (αθλτ.) πάσα, μεταβίβαση.

    Большой русско-греческий словарь > пас

  • 16 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

См. также в других словарях:

  • ἐπεμβαίνω — step pres subj act 1st sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεμβαίνω — επεμβαίνω, (επέμβηκα) βλ. πίν. 145 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επεμβαίνω — επενέβηκα, αμτβ. 1. μπαίνω στη μέση, παρεμβαίνω, μεσολαβώ. 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις: Να μην επεμβαίνεις στα οικογενειακά του γείτονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεμβαίνετε — ἐπεμβαίνω step pres imperat act 2nd pl ἐπεμβαίνω step pres ind act 2nd pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνῃ — ἐπεμβαίνω step pres subj mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαινόντων — ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut gen pl ἐπεμβαίνω step pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαῖνον — ἐπεμβαίνω step pres part act masc voc sg ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνει — ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνομεν — ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβαίνοντα — ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπεμβαίνω step pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»