-
1 επεμβαινω
(fut. ἐπεμβήσομαι)1) (тж. ἐ. πόδα Eur.) ступать, вступать, входить(οὐδοῦ Hom.; χθονός Soph.; εἰς πάτραν Eur.; Νεῖλον Theocr.)
2) подниматься, всходить(πύργοις Aesch.; ἑδραίαν ῥάχιν, ἐλάτην ὑψαύχενα Eur.)
ἐ. δοίφρου Hes. — садиться на колесницу3) садиться на корабль Dem.4) перен. наступать, попирать(ἐχθροῖσι ποδί Soph. и τῷ ἐχθρῷ Plut.)
κατ΄ ἐμοῦ μᾶλλον ἐπεμβάσει Soph. — (этим) ты меня еще больше оскорбишь5) наносить ущерб, причинять вред(τῷ καιρῷ τινος Dem.; τῇ τύχῃ τινός Plut.)
-
2 επεμβαίνω
(αόρ. επενέβην) αμετ. вмешиваться;μην επεμβαίνεις — не вмешивайся
-
3 επεμβαίνω
[эпэмвэно] ρ вмешиваться. -
4 συνεπεμβαινω
досл. вместе восходить, перен. пользоватьсяσ. τοῖς καιροῖς Polyb. — использовать обстоятельства
-
5 επενέβην
αόρ. от επεμβαίνω
См. также в других словарях:
ἐπεμβαίνω — step pres subj act 1st sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεμβαίνω — επεμβαίνω, (επέμβηκα) βλ. πίν. 145 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… … Dictionary of Greek
επεμβαίνω — επενέβηκα, αμτβ. 1. μπαίνω στη μέση, παρεμβαίνω, μεσολαβώ. 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις: Να μην επεμβαίνεις στα οικογενειακά του γείτονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπεμβαίνετε — ἐπεμβαίνω step pres imperat act 2nd pl ἐπεμβαίνω step pres ind act 2nd pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνῃ — ἐπεμβαίνω step pres subj mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαινόντων — ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut gen pl ἐπεμβαίνω step pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαῖνον — ἐπεμβαίνω step pres part act masc voc sg ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνει — ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνομεν — ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνοντα — ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπεμβαίνω step pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)