-
1 επίτιμος
-
2 ἐπίτιμος
-
3 επιτιμος
-
4 επίτιμος
-
5 ἐπίτιμος
-ος,-ον A 0-0-0-0-2=2 2 Mc 6,13; Sir 8,5 -
6 επίτιμος
[эпитимос] επ почётный, уважаемый. -
7 ἐπίτιμος
ἐπίτιμ-ος, ον, of a citizen,A in possession of his rights and franchises ([etym.] τιμαί), opp. ἄτιμος (q.v.), Ar.Ra. 702, And.1.73, Th.5.34, X.HG2.2.11, etc.; χρήματα ἐ. property not confiscated, though the owner was in exile, Lexap.D.23.44.II valuable, Agath.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτιμος
-
8 ἐπίτῑμος
ἐπί-τῑμος, in Ehren, geehrt, so heißt bes. der Bürger, der in vollem Genusse aller seiner bürgerlichen Rechte ist, Ggstz ἄτιμος. Auch χρήματα ἐπίτιμα, im Gesetz, das unversehrte Vermögen eines Bürgers, der wegen unvorsätzlichen Totschlages entflohen ist -
9 επίτιμος
honoraryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίτιμος
-
10 onursal
επίτιμος -
11 fahri
επίτιμος, τιμητικός -
12 επιτιμότερον
ἐπιτῑμότερον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: adverbial compἐπιτῑμότερον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc acc comp sgἐπιτῑμότερον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ἐπιτιμότερον
ἐπιτῑμότερον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: adverbial compἐπιτῑμότερον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc acc comp sgἐπιτῑμότερον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: neut nom /voc /acc comp sg -
14 ἐπι-τῑμία
ἐπι-τῑμία, ἡ, 1) die gesetzliche Strafe, N. T. – 2) der Stand eines ἐπίτιμος, wenn der Bürger im Genusse aller seiner Rechte ist, Ggstz ἀτιμία (vgl. ἐπίτιμος), z. B. ὑβρίζειν τὴν πόλιν, τὸ γένος, τὴν ἐπιτιμίαν, Dem. 21, 106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν ἀργύριον, um seine bürgerliche Ehre zu erhalten, nicht in die Strafe der ἀτιμία zu verfallen, 18, 312; τὴν ἑτέρου ζητῶν ἐπιτιμίαν ἀφελέσϑαι ibd. §. 15; κινδύνου περὶ τῆς ἐπιτιμίας ὄντος 29, 50; Aesch. τὴν ψυχὴν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος 2, 88; vgl. D. Sic. 18, 18; D. Hal. 4, 31. – Bei Artemid. 1, 45 das Schamglied.
-
15 почётный
I почётный \почётный το επίτιμο προεδρείο· Президиум Верховного Совета СССР το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ. II почётный επίτιμος, τιμητικός* \почётный член το επίτιμο μέλος* * *επίτιμος, τιμητικόςпочётный член — το επίτιμο μέλος
-
16 επιτιμότατον
ἐπιτῑμότατον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc acc superl sgἐπιτῑμότατον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: neut nom /voc /acc superl sg -
17 ἐπιτιμότατον
ἐπιτῑμότατον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc acc superl sgἐπιτῑμότατον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: neut nom /voc /acc superl sg -
18 επιτίμως
ἐπιτί̱μως, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: adverbialἐπιτί̱μως, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc /fem acc pl (doric) -
19 ἐπιτίμως
ἐπιτί̱μως, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: adverbialἐπιτί̱μως, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc /fem acc pl (doric) -
20 επίτιμον
ἐπίτῑμον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc /fem acc sgἐπίτῑμον, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… … Dictionary of Greek
επίτιμος — η, ο που τιμητικά έχει κάποιον τίτλο χωρίς να έχει τα σχετικά δικαιώματα ή καθήκοντα: Επίτιμος αρχηγός κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπίτιμος — ἐπίτῑμος , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпитим — • Επίτιμος, назывался в Афинах тот, кто владея вполне своим гражданским правом, не подлежал никакой атимии. ср. Άτιμία, ατιμος, Атимия … Реальный словарь классических древностей
Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο … Dictionary of Greek
Φλωράκης, Χαρίλαος — (Ραχούλα Καρδίτσας 1914). Πολιτικός, επίτιμος πρόεδρος του KKE. Τελείωσε την επαγγελματική σχολή των Tαχυδρομείων, Tηλεγράφων, Tηλεφώνων και έπειτα, τηλεγραφητής τότε, φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από νωρίς εντάχθηκε στο … Dictionary of Greek
ἐπιτιμότερον — ἐπιτῑμότερον , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises adverbial comp ἐπιτῑμότερον , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises masc acc comp sg ἐπιτῑμότερον , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γουέινμπεργκ, Στίβεν — (Steven Weinberg, Νέα Υόρκη 1933 –). Αμερικανός φυσικός. Το 1954 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο ινστιτούτο θεωρητικής φυσικής της Κοπεγχάγης, όπου ξεκίνησε την έρευνα στη φυσική. Επέστρεψε στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… … Dictionary of Greek