-
41 ἐπιτίμων
ἐπιτί̱μων, ἐπίτιμοςin possession of his rights and franchises: masc /fem /neut gen plἐπιτί̱μων, ἐπιτιμάωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐπιτί̱μων, ἐπιτιμάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
42 επίτιμα
-
43 ἐπίτιμα
-
44 επίτιμοι
-
45 ἐπίτιμοι
-
46 καπιτίμους
-
47 κἀπιτίμους
-
48 почётный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αξιότιμος, αξιοσέβαστος, σεπτός, ερίτιμος.2. τιμητικός•-ая грамота γράμμα τιμής•
почётный караул τιμητική φρουρά•
-ое место τιμητική θέση•
-ое звание τιμητικός τίτλος.
|| επίτιμος•почётный член επίτιμο μέλος•
почётный президиум•επίτιμο προεδρείο.
3. έντιμος•почётный мир έντιμη ειρήνη.
εκφρ.почётный легион – λεγεώνα της τιμής. -
49 ἄτιμος
ἄτῑμ-ος, ον, (Aτιμή 1
) unhonoured, dishonoured, Il.1.171; μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι ib. 516;ἀτιμότερον δέ με θήσεις 16.90
; ἀτιμότεροι, opp. λαχόντες τιμῆς, Thgn.1111;ἄ. μόρος
dishonourable,A.
Th. 589; ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, i.e. they have met their deserts, Id.Ag. 1443; ἄτιμος Ἀργείοισι by them, S.Aj. 440; ἔκ γ' ἐμοῦ by me, Id.OC51.b c.gen., ἄ. δωμάτων without the honour of.., not deemed worthy of.., A.Ch. 409 (lyr.); πάντων ib. 295; ; χάρις οὐκ ἄ. πόνων no unworthy return for.., Id.Ag. 354; .2 deprived of civic rights (cf. ἀτιμία), ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται Hdt.1.173
, cf. IG1.37, 9(1).334 ([dialect] Locr.), etc.; opp. ἐπίτιμος, Ar.Av. 766, Ra. 692, And.1.80; ἄ. τὰ σώματα ib.74: c.gen.; ib.75; ἄ. γερῶν deprived of privileges, Th.3.58; ἄ. τοῦ τεθνηκότος debarred from all rights in him, S.El. 1214; ἄ. τοῦ συμβουλεύειν deprived of the right of advising, D.15.33;ἄ. τῆς πόλεως καθιστάναι τινά Lys.12.21
;ἄ. εἶναι καθάπαξ D.21.32
, Arist.Ath.22.8.3 of things, not honourable, Hdt.5.6 ([comp] Sup.); ἄτιμον ποιεῖσθαί τι hold in dishonour, S.Ant. 78;ἄτιμα ποιεῖν ἔς τινα Hdt.2.141
;ἄ. τοὔργον Ar.Av. 166
; less honourable,X.
Cyr.8.4.5; of parts of the body,τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA 672b21
;ἀ. σκεῦος D.S.17.66
.II (τιμή 11
) without price or value, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις thou devourest his substance without payment, Od.16.431; of little price, cheap, opp. τίμιος, X.Vect.4.10. -
50 ἐπιτιμία
ἐπιτιμ-ία, ἡ,A the condition of an ἐπίτιμος, enjoyment of all civilrights and privileges, opp. ἀτιμία, Aeschin.2.88, D.21.106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐ. money collected for the recovery of the franchise, Id.18.312 ;ἡ ἐ. σου οὐδὲν βλαβήσεται POxy.1405.10
(iii A.D.), cf. Schwyzer 328.11 (Delph., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτιμία
-
51 ἔντιμος
1 of persons, in honour, honoured, opp. ἄτιμος, Pl. Euthd. 281c, etc.; τινί by another, S.El. 239 (lyr.), Ant.25, etc.; : c. dat. rei, honoured with, (anap.); in office, Pl.R. 564d; of men of high rank in Persia, X.Cyr.3.1.8, al.; opp. ἄδοξοι, D.3.29; = ἐπίτιμος, Decr. ap. eund.59.104.2 of things, τὰ θεῶν ἔ. what is honoured in their sight, their ordinances or attributes, S.Ant.77; ἔ. ποιῆσαι τὴν τέχνην hold it in honour, Isoc.4.159;ἔ. ποιεῖν τι Arist.Pol. 1286b15
; ἔργα - ότερα (opp. ἀναγκαιότερα) ib. 1255b28;δαπανήματα -ότατα Id.EN 1122b35
; χώρα ἔ. place of honour, Pl.Epin. 985e; ἔ. ἀπόλυσις, = Lat. honesta missio, PHamb.1.31.19 (ii A. D.).3 Adv.-μως, ἄγειν τι Pl.R. 528c
, cf.Satyr.Vit.Eur.Fr. 39xviii27 ([voice] Pass.); ; also ἐ. ἔχειν to be in honour, X.An.2.1.7: [comp] Sup.- ότατα D.C.63.17
; -μως ἀπολελυμένος, = Lat. missus honesta missione, POxy.1471.6 (i A. D.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔντιμος
-
52 ἐπιτῑμία
-
53 Civil
adj.Of a city or state: P. πολιτικός.Charming: Ar. and P. ἀστεῖος, χαρίεις.Civil suit: P. and V. δίκη, ἡ.Civil rights: P. ἐπιτιμία, ἡ.Internecine: P. and V. οἰκεῖος, V. ἐμφύλιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Civil
-
54 Enfranchised
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enfranchised
-
55 Franchise
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Franchise
-
56 honorary
1) επίτιμος2) τιμητικός
См. также в других словарях:
επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… … Dictionary of Greek
επίτιμος — η, ο που τιμητικά έχει κάποιον τίτλο χωρίς να έχει τα σχετικά δικαιώματα ή καθήκοντα: Επίτιμος αρχηγός κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπίτιμος — ἐπίτῑμος , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпитим — • Επίτιμος, назывался в Афинах тот, кто владея вполне своим гражданским правом, не подлежал никакой атимии. ср. Άτιμία, ατιμος, Атимия … Реальный словарь классических древностей
Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο … Dictionary of Greek
Φλωράκης, Χαρίλαος — (Ραχούλα Καρδίτσας 1914). Πολιτικός, επίτιμος πρόεδρος του KKE. Τελείωσε την επαγγελματική σχολή των Tαχυδρομείων, Tηλεγράφων, Tηλεφώνων και έπειτα, τηλεγραφητής τότε, φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από νωρίς εντάχθηκε στο … Dictionary of Greek
ἐπιτιμότερον — ἐπιτῑμότερον , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises adverbial comp ἐπιτῑμότερον , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises masc acc comp sg ἐπιτῑμότερον , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γουέινμπεργκ, Στίβεν — (Steven Weinberg, Νέα Υόρκη 1933 –). Αμερικανός φυσικός. Το 1954 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο ινστιτούτο θεωρητικής φυσικής της Κοπεγχάγης, όπου ξεκίνησε την έρευνα στη φυσική. Επέστρεψε στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… … Dictionary of Greek