Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαθητική

См. также в других словарях:

  • Гацос, Ангелис — Ангелис Гацос греч. Αγγελής Γάτσος …   Википедия

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • κοινότητα — Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής… …   Dictionary of Greek

  • ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… …   Dictionary of Greek

  • τσάντα — η, Ν σακίδιο, από δέρμα ή άλλο υλικό, σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις (α. «γυναικεία τσάντα» β. «μαθητική τσάντα» η σάκα γ. «τσάντα κυνηγού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canta] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Κουν, Κάρολος — (Προύσα 1908 – Αθήνα 1987). Σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Αποφοίτησε από τη Ροβέρτειο σχολή της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δίδαξε αγγλικά στο… …   Dictionary of Greek

  • Κρατική Ορχήστρα Αθηνών — (ΚΟΑ). Μουσικό σύνολο που εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1893. Η αρχική ονομασία της ΚΟΑ ήταν Μαθητική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και είχε ιδρυθεί από τον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γ.Ν. Ζάζο. Το 1911 η ορχήστρα μετονομάστηκε σε Συμφωνική… …   Dictionary of Greek

  • παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκα — η 1. μαθητική τσάντα: Δερμάτινη σάκα. 2. σακίδιο: Σάκα κυνηγιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»