-
1 аппаратура
τα όργανατο σύνολο οργάνων, ο εξοπλισμόςиндикаторная (рлк.) - ενδείξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аппаратура
-
2 вооружение
вооружениес1. (действие) ὁ ἐξοπλισμός:\вооружение армии ὁ ἐξοπλισμός τοῦ στρα-τοῦ·2. (военное снаряжение) ὁ ὁπλισμός, ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἀρματωσιά, τά ὅπλα:\вооружение бойца (самолета) ὁ ὁπλισμός τοῦ στρατιώτη (τοῦ ἀεροσκάφους)· сокращение \вооружениеений ἡ μείωση (или ἡ ἐλάττωση) τῶν ἐξοπλισμών· гонка \вооружениеений τό κυνήγι τῶν ἐξοπλισμών. -
3 оснащение
оснащ||ениес1. (действие) τό ἀρμάτω-μα (корабля)/ ὁ ἐφοπλισμός, ὁ ἐξοπλισμός (армии)/ тех. ὁ ἐφοδιασμός, ὁ ἐξοπλισμός·2. (совокупность средств) ὁ ἐξοπλισμός. -
4 вооружение
-я ουδ.εξοπλισμός, -ση, αρμάτωμα•вооружение армии εξοπλισμός του στρατού•
сокращение -ий περιορισμός των εξοπλισμών.
|| εφοδιασμός•техническое вооружение предприятия τεχνικός εξοπλισμός της επιχείρησης•
парусное вооружение корабля εφοδιασμός του πλοίου με καραβόπανα.
-
5 имущество
η περιουσία, το υλικό, ο εξοπλισμόςличное - τα ατομικά είδη, η ιδιοκτησίαспасательное - мор. τα (ναυαγοσωστικά είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имущество
-
6 оснастка
ο εξαρτισμός, η αρματωσιά, ο εξοπλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оснастка
-
7 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
8 вооружение
вооружение с (действие', оружие) о εξοπλισμός· сокра щение \вооружениеи η μείωση των εξο πλισμών· контроль над \вооружениеем о έλεγχος των εξοπλισμών* * *с(действие; оружие) ο εξοπλισμόςсокраще́ние вооруже́ний — η μείωση των εξοπλισμών
контро́ль над вооруже́нием — ο έλεγχος των εξοπλισμών
-
9 оборудование
-
10 снаряжение
-
11 вооруженность
вооруж||енностьж ὁ ἐξοπλισμός, ὁ ὁπλισμός:техническая \вооруженностьенность промышленности ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός τής βιομηχανίας. -
12 оборудование
оборудованиес в разн. знач. ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἐγκατάσταση [-ις]:промышленное \оборудование ὁ βιομηχανικός ἐξοπλισμός· машинное \оборудование ὁ£ μηχανές ἐργοστασίου· новое \оборудование οἱ νέες ἐγκαταστάσεις. -
13 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
14 гидравлика
1. (наука) η υδραυλική 2. (оборудование или устройство) о υδραυλικός εξοπλισμός (συστήματα και δίκτυα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидравлика
-
15 звукофикация
ο εξοπλισμός με εγκαταστάσεις ηχοενισχυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звукофикация
-
16 инвентарь
1. (совокупность предметов какого-л. имущества) о εξοπλισμός, η περιουσία· сельскохозяйственный - αγροτικός - 2. (опись имущества, реестр) о (περιουσιακός) κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвентарь
-
17 кинотехника
ο κινηματογραφικός εξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кинотехника
-
18 микрокиноустановка
ο εξοπλισμός για μικροκινηματογράφηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрокиноустановка
-
19 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
20 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
См. также в других словарях:
εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… … Dictionary of Greek
εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
εργοτάξιο — Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την εκτέλεση έργων μεγάλων διαστάσεων. Οργανώνεται και εφοδιάζεται με τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκτέλεση όλων των διαδοχικών φάσεων του έργου, δηλαδή για την προπαρασκευή του εδάφους και, τέλος,… … Dictionary of Greek
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek