-
21 отделочный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделочный
-
22 потребитель
1. (юридическое или физическое лицо) о χρήστης, ο καταναλωτής 2. (оборудование, система) το φορτίο, ο εξοπλισμός κατανάλωσηςтехнологический - τεχνολογικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потребитель
-
23 радиоаппаратура
οι ραδιοφωνικές συσκευές, ο ραδιοφωνικός εξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоаппаратура
-
24 радиофикация
ο εξοπλισμός με ραδιοφωνικές συσκευές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиофикация
-
25 снабжение
1. (питание) о εφοδιασμός 2. (обеспечива-ние) η προμήθει/αο εφοδιασμός3. (предусмотрение, устройство) о εξοπλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снабжение
-
26 снаряжение
1. (действие) о εφοδιασμός, η προμήθεια 2. (совокупность предметов, приспособлений и т.п.) о εξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаряжение
-
27 средство
1. (вещество, химикат и т.п.) το υλικόохлаждающее - ψυκτικό -, ο ψυκτικός αγώνпенообразующее - το αφριστικό αντιδραστήριο, αφρίζον -2. (устройство, приспособление) το μέσ/οаппаратные - а вчт. (μηχανολογικά) - α του υπολογιστήпрограммные - а (математическое обеспечение) вчт. το λογισμικό, τα προγράμματαсигнальные - а τα μέσα/ο εξοπλισμός σηματοδότησηςтранспортное - συγκοινω-νίας/μεταφοράς, μεταφορικό -3. (фарм., мед.) το φάρμακο, η ουσίαболеутоляющее - αναλγητικό -, το παυσίπονοобезболивающее - αναλγητικό -, αναισθητικό -слабительное - (фарм.мед.) καθαρτικό -, υπακτικό -4. (приём, способ действия) το μέσ/ο, το μέτροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > средство
-
28 такелаж
η εξαρτία, τα ξάρτια, τα άρμενα, η αρματωσιά, τα σύρματα, ο εξοπλισμόςстоячий - τα σταθερά, τα κρεμασμένα (ε)ξάρτιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > такелаж
-
29 техника
1. (совокупность средств) о εξοπλισμόςτα μέσαη τεχνική2. (методика, приём) η τεχνικ/ήвакуумная - η τεχνολογία δημιουργίας, συντήρησης και μέτρησης του κενού3. (вычислительная) οι υπολογιστές και τα προγράμματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техника
-
30 фурнитура
τα εξαρτήματαο εξοπλισμόςτο εξάρτηματα βοηθητικά μέσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фурнитура
-
31 хозяйство
1. (экономика) η οικονομίαмировое - см. всемирное -2. (производственная единица) το συγκρότημα, η επιχείρησηмолочное - το γαλακτοκομείο, η γαλακτοκομεία3. (оборудование и оснащение) ο εξοπλισμός (και τα μέσα)инструментальное - το απόθεμα/η αποθήκη εργαλείωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хозяйство
-
32 электрооборудование
οι ηλεκτρικές εγκαταστάσειςο ηλεκτρικός εξοπλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электрооборудование
-
33 амуниция
амуницияж уст. ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἐξάρτηση. -
34 оснащенность
оснащ||енностьж ὁ βαθμός ἐξοπλισμού, ὁ ἐξοπλισμός. -
35 радиооборудование
радио||оборудованиес ὁ ἐξοπλισμός ραδιοσταθμού. -
36 техника
техник||аас1. ἡ τεχνική, ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία:музыкальная \техника ἡ μουσική ἐπιδεξιότητα· \техника шахматной игры ἡ τέχνη τοῦ σκακιοῦ· овладеть \техникаой κατακτώ τήν τεχνική· 2 (оборудование) ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός, ἡ τεχνική/ воен. τά μηχανικά πολεμικά μέσα:использовать \техникау в сельском хозяйстве χρησιμοποιώ τήν τεχνική στήν ἀγροτική οἰκονομία· ◊ \техника безопасности μέτρα προστασίας ἀπό δυστυχήματα -
37 технический
техническ||ийприл в раза. знач. τεχνικός:\техническийое образование ἡ τεχνική μόρφωση, ἡ τεχνική ἐκπαίδευση· \техническийое обо-ру́дование ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός· \техническийие культу́ры с.-х. οἱ βιομηχανικές καλλιέργειες· \технический редактор см. техред. -
38 экипировка
экипи́р||овкаж!, (действие) ὁ ἐφοδιασμός, ἡ ἐξάρ-τυση [-ις]·2. (снаряжение) ἡ ἐξάρτυ-ση["ΐς]. ὁ ἐξοπλισμός. -
39 обрудование
[αμπαρσυντυβανιιε] ουσ. ο. εξοπλισμός -
40 оснащение
[ασναστσιένιιε] ουσ. ο. εξοπλισμός, εφοδιασμός
См. также в других словарях:
εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… … Dictionary of Greek
εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
εργοτάξιο — Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την εκτέλεση έργων μεγάλων διαστάσεων. Οργανώνεται και εφοδιάζεται με τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκτέλεση όλων των διαδοχικών φάσεων του έργου, δηλαδή για την προπαρασκευή του εδάφους και, τέλος,… … Dictionary of Greek
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek