-
41 радиооборудование
[ραντιααμπαρούνταβανιιε] ουσ. ο. εξοπλισμός ραδιοσταθμού -
42 обрудование
[αμπαρσυντυβανιιε] ουσ ο εξοπλισμός -
43 оснащение
[ασναστσιένιιε] ουσ ο εξοπλισμός, εφοδιασμός -
44 радиооборудование
[ραντιααμπαρούνταβανιιε] ουσ ο εξοπλισμός ραδιοσταθμού -
45 бомбовый
κ. бомбовой, επ.της βόμβας, με βόμβα•-ое вооружение ο εξοπλισμός με βόμβες•
-ые удары τα χτυπήματα (εκρήξεις) των βομβών.
-
46 моторизация
-и θ.εφοδιασμός (εξοπλισμός) με κινητήρες. -
47 оборудование
-я ουδ.εξοπλισμός, εφοδιασμός με• μέσα• εγκαταστάσεις. -
48 оснастка
-и θ.1. εξάρτιση, αρματωσιά.2. (τεχ.) εφοδιασμός, εξοπλισμός. -
49 ракетный
ракетный 1επ.πυραυλικός•-ая техника πυραυλική τεχνική•
-ое оружие πυραυλικό όπλο-ракетныйая установка πυραυλική εγκατάσταση•
-ые войска πυραυλικά στρατεύματα•
-ое вооружение πυραυλικός εξοπλισμός•
ракетный сигнал σύνθημα με φωτοβολίδα.
ракетный 2επ.του σφαιρόπληκτρου•-ое производство παραγωγή σφαιροπλήκτρων.
-
50 снаряжение
-я ουδ.1. εφοδιασμός, προμήθεια• εξοπλισμός.2. αθρσ. βλ. снаряд (1 σημ.).3. η εξάρτηση στρατιώτη. -
51 современный
επ., βρ: -менен, -менна, -о.(με δοτ.) σύγχρονος του•-ые К. Паламасу поэты οι σύγχρονοι ποιητές του Κ. Παλαμά•
-ая эпоха σύγχρονη εποχή•
-ая молоджь η η νεολαία του καιρού μας•
-ое вооружение ο σύγχρονος εξοπλισμός•
-ое положение η τωρινή (σημερινή) κατάσταση.
-
52 такелаж
-а α.1. (ναυτ.) τα ξάρτια,τα άρμενα• αρματωσιά, εξαρτία.2. το σύνολο των εξαρτημάτων, ο εξοπλισμός. -
53 техника
-и θ.1. η τεχνική•развитие -и η ανάπτυξη της τεχνικής•
передовая техника πρωτοπόρα τεχνική•
достижения науки итехникаи οι επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
|| αθρσ. οι μηχανές, τα μηχανικά μέσα. || τεχνικός εξοπλισμός, τεχνικά μέσα•военная техника τα πολεμικά τεχνικά μέσα•
техника сельского хозяйства τα τεχνικά αγροτικά μέσα.
2. τεχνικοί κανόνες• δεξιοτεχνία•техника шахматной игры η τέχνη του σκακιού•
музыкальная техника μουσική δεξιοτεχνία.
εκφρ.техника безопасности – τα μέτρα προστασίας από ατυχήματα στον τόπο της δουλειάς. -
54 технический
επ.τεχνικός•-ая осталость η τεχνική καθυστέρηση•
-ие усовершенствования τεχνικές τελειοποιήσεις•
технический кружок ο τεχνικός όμιλος•
-ие требование τεχνικές απαιτήσεις•
-ое образование τεχνική μόρφωση•
-ое оборудование τεχνικός εξοπλισμός•
технический термин τεχνικός όρος.
εκφρ.технический редактор – βλ. техред. -
55 экипировка
-и θ.εφοδιασμός, προμήθεια σκάφους• εξοπλισμός με τα απαραίτητα. || εξαρτυσμός στρατιώτη. || ιματισμός και υπόδυση στρατιώτη. -
56 электрооборудование
-я ουδ.εξοπλισμός με ηλεκτρικά μέσα.
См. также в других словарях:
εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… … Dictionary of Greek
εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
εργοτάξιο — Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την εκτέλεση έργων μεγάλων διαστάσεων. Οργανώνεται και εφοδιάζεται με τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκτέλεση όλων των διαδοχικών φάσεων του έργου, δηλαδή για την προπαρασκευή του εδάφους και, τέλος,… … Dictionary of Greek
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek