-
1 εξηγώ
[эксиго] р. объяснять, толковать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξηγώ
-
2 εξηγώ
[ρασταλστιέτ'] ρ παχαίνω -
3 объяснять
εξηγώ, διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω, ερμηνεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объяснять
-
4 объясиять
объяси||ятьнесов ἐξηγώ, ἐπεξηγώ / ἐρμηνεύω (истолковывать):\объясиятьять правило ἐξηγῶ τόν κανόνα· \объясиятьять свою мысль ἐξηγω τή σκέψη μου. -
5 объяснить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объяснённый, βρ: -нён, -нени, -неноρ.σ.μ.1. εξηγώ, ερμηνεύω• αποσαφηνίζω• επεξηγώ•объяснить свою мысль εξηγώ τη σκέψη μου•
объяснить д-ло, вопрос φωτίζω μια υπόθεση, ένα ζήτημα•
-явления природы εξηγώ τα φυσικά φαινόμενα.
1. εξηγιέμαι, δίνω εξηγήσεις (για άρση παραξηγήσεων).2. ερμηνεύομαι, εξηγούμαι.εκφρ.объяснить в любви – κάνω ερωτική εξομολόγηση. -
6 объяснить
объяснить, объяснять εξηγώ, ερμηνεύω· объясните мне, пожалуйста! εξηγείστε μου, παρακαλώ!* * *= объяснятьεξηγώ, ερμηνεύωобъясни́те мне, пожа́луйста! — εξηγείστε μου, παρακαλώ!
-
7 пояснить
-
8 разъяснить
-
9 мотивировать
-руга, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. αιτιολογώ δικαιολογώ εξηγώ•мотивировать отказ εξηγώ τους λόγους της άρνησης.
-
10 толковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. толкованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.1. μ. • ερμηνεύω, εξηγώ•толковать сны εξηγώ τα όνειρα•
значение слова ερμηνεύω τη σημασία της λέξης.
2. αμ. συνομιλώ, κουβεντιάζω, συζητώ.3. 3ο πρόσ. πλθ. -уют λένε, λέγουν, λέγεται, διαδίδεται, φημολογείται.4. εκθέτω, εξιστορώ, μιλώ, λέγω.εκφρ.что и толковать – πολύ σωστά, δε χωράει καμιά συζήτηση, ούτε κουβέντα.1. ερμηνεύομαι, εξηγούμαι.2. εκτίθεμαι, διηγούμαι, εξιστορούμαι. -
11 трактовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трактованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.1. πραγματεύομαι, αναπτύσσω (θέμα)• εξετάζω, συζητώ, κρίνω.2. ερμηνεύω, εξηγώ•трактовать законы εξηγώ τους νόμους.
πραγματεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
12 показывать
1. (о приборе) δείχνω, (καταδεικνύω. - условно - σχηματικά 2. (представлять для рассмотрения, показа) δείχνω 3. (разъяснять, делать понятным) εξηγώ 4. (проявлять, обнаруживать) εμφανίζω, φανερώνω 5. (являться свидетельством, доказательством) αποδείχνω, καταδείχνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показывать
-
13 втолковать
втолковатьсоз., втолковывать несов разг ἐξηγώ, βάζω στό μυαλό, δίνω κάποιου νά καταλάβει. -
14 иллюстрировать
иллюстр||и́роватьсов и несов в разн. знач. λαμπρύνω, διασαφηνίζω, ἐξηγῶ, εἰκονογραφω. -
15 интерпретацияировать
интерпретация||и́роватьсов и несов ἐρμηνεύω, (ἐπ)εξηγώ. -
16 истолковать
истолковатьсов, истолковывать не-соз. ἐρμηνεύω, ἐξηγώ, σχολιάζω:неверно \истолковать παρερμηνεύω, παρεξηγώ. -
17 объяснение
объяснениес1. (действие) ἡ ἐξήγη-°4 [-ιί]. ἡ ἐρμηνεία:\объяснение трудных слов ἡ ἐρμηνεία των δύσκολων λέξεων2. (в оправдание чего-л.) ἡ ἐξήγηση, ἡ δικαιολογία:давать \объяснениеения ἐξηγῶ, δίνω ἐξήΥηση·3. (причина, источник) ἡ ἐξήγηση, ἡ αίτιολόγηση [-ις]·4. (разговор для выяснения чего-л.) ἡ ἐξήγηση:иметь \объяснение с кем-л. ἐξηγοῦμαι μέ κάποιον ◊ \объяснение в любви ἡ ἐρωτική ἐξομολόγηση. -
18 пояснять
пояснятьнесов ἐξηγώ, διευκρινίζω, διασαφηνίζω. -
19 разъяснить
разъяснитьсов, разъяснять несов ἐξηγώ, διευκρινίζω, διασαφηνίζω. -
20 растолковать
растолковатьсов, растолковывать несов ἐξηγώ, ἐπεξηγώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξηγώ — εξηγώ, εξήγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… … Dictionary of Greek
προαποδίδωμι — Α 1. πληρώνω προκαταβολικά 2. εκθέτω, εξηγώ προηγουμένως 3. ενεργώ ως προαποδότης 4. (για τα έντερα) είμαι ενεργητικός εκ τών προτέρων 5. φρ. «προαποδίδωμι τὴν βάσιν» τελειώνω την απόδοση μιας πρότασης πριν από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. χωρίς τον … Dictionary of Greek
προπαραμυθούμαι — έομαι, Α εξηγώ, εκθέτω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παραμυθοῦμαι «παρηγορώ, διασαφηνίζω, εξηγώ»] … Dictionary of Greek
τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… … Dictionary of Greek
υπαναπτύσσω — Α εξηγώ, ερμηνεύω κατά κάποιον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀναπτύσσω «εξηγώ, αναλύω»] … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
ερμηνεύω — ερμήνεψα, ερμηνεύτηκα, ερμηνευμένος 1. εξηγώ, κάνω κάτι κατανοητό: Το δικαστήριο έτσι ερμήνεψε το νόμο. 2. εξηγώ λέξη ή κείμενο, μεταφράζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek
αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… … Dictionary of Greek