Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διευκρινίζω

См. также в других словарях:

  • διευκρινίζω — διευκρινίζω, διευκρίνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διευκρινίζω — διευκρινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < διευκρινώ, κατά τα ρήματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • διευκρινίζω — διευκρίνισα, διευκρινίστηκα, διευκρινισμένος, αποσαφηνίζω, ξεκαθαρίζω: Διευκρίνισε τι θέλεις να πεις, δε σε καταλαβαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… …   Dictionary of Greek

  • αδιευκρίνιστος — η, ο [διευκρινίζω] ο αδιευκρίνητος …   Dictionary of Greek

  • αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανορύσσω — (ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω) 1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω 2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή μσν. μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω 2. καταστρέφω 3. μπήγω τα νύχια …   Dictionary of Greek

  • αποσαφηνίζω — (Α ἀποσαφηνίζω κ. σαφῶ, έω) κάνω κάτι τελείως σαφές, διευκρινίζω …   Dictionary of Greek

  • διαλευκαίνω — (Α διαλευκαίνω) διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζω νεοελλ. φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξης αρχ. 1. λευκαίνω κάτι τελείως 2. αναμιγνύω με λευκό …   Dictionary of Greek

  • διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»