-
1 διευκρινίζω
[диэфкринизо] р разъяснять, истолковывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διευκρινίζω
-
2 разъяснить
-
3 пояснить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пояснённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ. διασαφώ, -φηνίζω, διευκρινίζω επεξηγώ• ξεδιαλύνω• διαλευκαίνω•пояснить свой слова διευκρινίζω τα λόγια μου (το τι θέλω να πω).
-
4 прояснить
-итρ.σ. απρόσ. (απλ.) βλ. прояснеть.βλ. прояснеть. || γίνομαι διαυγής.-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прояснённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. καθιστώ ευδιάκριτο, εμφανές•прояснить контуры на рисунке κάνω ευδιάκριτες τις γραμμές στο σχέδιο.
2. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω•прояснить обстановку διευκρινίζω την κατάσταση.
|| ησυχάζω, καθησυχάζω• κάνω ήπι-ον, χαρούμενο, πρόσχαρο.3. διαφωτίζω, ξεκαθαρίζω (λογικό, συνείδηση κ.τ.τ.).1. γίνομαι σαφής, καθαρός, ευδιάκριτος.2. βλ. прояснеть.3. διασαφηνίζομαι, ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνομαι•дело -лось η υπόθεση ξεκαθάρισε.
4. (δια)φωτίζομαι, ξεδιαλύνομαι. || φωτίζομαι, λάμπω από χαρά•лицо его -лось το πρόσωπο του φωτίστηκε (έλαμψε από χαρά).
-
5 уточнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уточнённый, βρ: -нён, -нена, неноρ.σ.μ. καθορίζω επακριβώς• εξακριβώνω• διαπιστώνω•-сведения εξακριβώνω τις πληροφορίες.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω•уточнить ряд пунктов договора διευκρινίζω μια σειρά σημείων της συμφωνίας•
уточнить выводы διασαφηνίζω τα συμπεράσματα.
καθορίζομαι επακριβώς κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 выяснить
(сделать ясным, понятным) αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выяснить
-
7 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
8 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
9 пояснение
η επεξήγηση, η διασάφηση, η αποσαφήνιση, η διευκρίνιση-ительный επεξηγητικός, επεξηγηματικός-ить επεξηγώ, διασαφώδιευκρινίζω, αποσαφηνίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пояснение
-
10 уточнять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уточнять
-
11 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
12 выяснить
выяснитьсов, выисиять несов· διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ἀποσαφηνίζω, ἐξακριβώνω:\выяснить вопрос διασαφηνίζω τό ζήτημα, ἐξακριβώνω. -
13 пояснять
пояснятьнесов ἐξηγώ, διευκρινίζω, διασαφηνίζω. -
14 разъяснение
разъяснен|иес ἡ διασάφηση [-ις], ἡ διευκρίνιση [-ις], ἡ ἐξήγηση [-ις], ἡ ἐπε-ξήγηση [-ις], ἡ διασαφήνιση [-ις]:давать \разъяснениеия διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ἐπεξηγώ· это нуждается в \разъяснениеии χρειάζεται διευκρίνιση. -
15 разъяснить
разъяснитьсов, разъяснять несов ἐξηγώ, διευκρινίζω, διασαφηνίζω. -
16 уточнение
уточнени||ес ἡ ἐξακρίβωση [-ις], ἡ δι-ευκρίνηση [-ις]:вносить \уточнениея διασαφηνίζω, διευκρινίζω. -
17 уточнить
уточнитьсов, уточнять несов ἐξακριβώνω, διευκρινίζω, διασαφηνίζω:\уточнить факты ἐξακριβώνω τά γεγονότα. -
18 уяснить
уяснитьсов, уяснять несов ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω:\уяснить себе что-л. ξεκαθαρίζω κάτι στό μυαλό μου· \уяснить себе суть дела ξεκαθαρίζω τήν οὐσία τής ὑπόθεσης· \уяснить смысл чего́-л. ἐννοῶ, καταλαβαίνω τό νόημα -
19 уяснять
[ουισνγιάτ'] ρ. ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω -
20 уяснять
[ουισνγιάτ'] ρ ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διευκρινίζω — διευκρινίζω, διευκρίνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διευκρινίζω — διευκρινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < διευκρινώ, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
διευκρινίζω — διευκρίνισα, διευκρινίστηκα, διευκρινισμένος, αποσαφηνίζω, ξεκαθαρίζω: Διευκρίνισε τι θέλεις να πεις, δε σε καταλαβαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek
αδιευκρίνιστος — η, ο [διευκρινίζω] ο αδιευκρίνητος … Dictionary of Greek
αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek
ανορύσσω — (ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω) 1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω 2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή μσν. μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω 2. καταστρέφω 3. μπήγω τα νύχια … Dictionary of Greek
αποσαφηνίζω — (Α ἀποσαφηνίζω κ. σαφῶ, έω) κάνω κάτι τελείως σαφές, διευκρινίζω … Dictionary of Greek
διαλευκαίνω — (Α διαλευκαίνω) διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζω νεοελλ. φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξης αρχ. 1. λευκαίνω κάτι τελείως 2. αναμιγνύω με λευκό … Dictionary of Greek
διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek