Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξασκώ

  • 21 επίδραση

    [-ις (-εως)] η влияние, воздействие, действие;

    ασκώ ( — или εξασκώ) επίδραση επί τίνος — оказывать влияние на кого-л.;

    υφίσταμαι την επίδραση — поддаваться влиянию;

    μέσο επίδρασης — средство воздействия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίδραση

  • 22 επιρροή

    επίρροια η влияние, воздействие; авторитет;

    εξασκώ επιρροή — оказывать влияние, воздействие;

    έχω επιρροή — иметь влияние, пользоваться влиянием, авторитетом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιρροή

  • 23 πίεση

    [-ις (-εως)] η
    1) давление;

    ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;

    πίεση αρτηριακή — или πίεση του αίματος — кровяное давление;

    έχει μεγάλη πίεση — у него повышенное давление;

    2) сжатие; прессование;
    3) перен. давление; нажим;

    εξασκώ ( — или ασκώ) πίεση σε κάποιον — оказывать на кого-л. давление;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίεση

  • 24 exercise

    1. noun
    1) (training or use (especially of the body) through action or effort: Swimming is one of the healthiest forms of exercise; Take more exercise.) άσκηση
    2) (an activity intended as training: ballet exercises; spelling exercises.) άσκηση
    3) (a series of tasks, movements etc for training troops etc: His battalion is on an exercise in the mountains.) άσκηση, (πληθ.) γυμνάσια
    2. verb
    1) (to train or give exercise to: Dogs should be exercised frequently; I exercise every morning.) (εξ)ασκώ,-ούμαι
    2) (to use; to make use of: She was given the opportunity to exercise her skill as a pianist.) εξασκώ

    English-Greek dictionary > exercise

  • 25 practise

    ['præktis]
    1) (to do exercises to improve one's performance in a particular skill etc: She practises the piano every day; You must practise more if you want to enter the competition.) εξασκούμαι
    2) (to make (something) a habit: to practise self-control.) εξασκώ,εφαρμόζω
    3) (to do or follow (a profession, usually medicine or law): He practises (law) in London.) (εξ)ασκώ

    English-Greek dictionary > practise

  • 26 приучать

    [πριουτσάτ*] ρ. εξασκώ, μαθαίνω

    Русско-греческий новый словарь > приучать

  • 27 приучать

    [πριουτσάτ'] ρ εξασκώ, μαθαίνω

    Русско-эллинский словарь > приучать

  • 28 бурлачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.
    είμαι μπουρλάκος, ρυμουλκός, εξασκώ το επάγγελμα του ρυμουλκού.

    Большой русско-греческий словарь > бурлачить

  • 29 втравить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втравленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. εξασκώ, μαθαίνω, ξεβγάζω•

    втравить собаку ξεβγάζω το σκυλί, το μαθαίνω να κυνηγά.

    2. μτφ. συνηθίζω•

    приятели его -ли в пьянство οι φίλοι τον έμαθαν να πίνει, (να μεθά).

    1. εξασκούμαι, μαθαίνω, ξεβγαίνω.
    2. μτφ. συνηθίζω, παρασύρομαι• σε κακές έξεις.

    Большой русско-греческий словарь > втравить

  • 30 выдрессировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ.
    (για ζωα) εκγυμνάζω, εξασκώ. || ειρν. πειθαρχώ κάποιον, συνηθίζω στην πειθαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > выдрессировать

  • 31 выездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выезженный, βρ: -жен, -а -о, ρ.σ.μ.
    1. εξασκώ, μαθαίνω, συνηθίζω το άλογο στη ζεύξη.
    2. (απλ.) κερδίζω, τα εξοικονομώ με το αμάξι.
    3. ταξιδεύω παντού (με το αμάξι). || συνηθίζω στη ζεύξη.

    Большой русско-греческий словарь > выездить

  • 32 выковать

    -кую, -куешь
    ρ.σ.μ.
    σφυρηλατώ, σφυροκοπώ, χαλκεύω. || μτφ. διαπλάθω, διαμορφώνω, εξασκώ. || επεξεργάζομαι.
    σφυρηλατούμαι. || μτφ. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выковать

  • 33 выносить(ся)

    -ношу, -носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выношенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εγκυμονώ, κυοφορώ. || μτφ. καλοσκέπτομαι, καλομελετώ, μελετώ ολόπλευρα. || μαθαίνω, εξασκώ, βγάζω στο κυνήγι,
    2. φθείρω φορώντας, αχρηστεύω, κουρελιάζω, κάνω κουρέλι, ράκος.
    3. μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ όλα, πλήρως.
    εκφρ.
    1. ωριμάζω• τελειοποιούμαι.
    2. φθείρομαι, κουρελιάζομαι, αχρηστεύομαι.
    выноси/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. вынести(сь).

    Большой русско-греческий словарь > выносить(ся)

  • 34 дрессировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    (για ζώα) δαμάζω, τιθασεύω• εξασκώ, εκγυμνάζω, συνηθίζω• εξημερώνω. || ειρν. υποτάσσω, συνηθίζω σε αυστηρή πειθαρχία.
    δαμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дрессировать

  • 35 манежить

    -жу, -жить,
    ρ.δ.μ.
    1. ασκώ, εξασκώ άλογο σε ιπποδρομία.
    2. μτφ. κουράζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ• υποχρεώνω να περιμένει για πολύ χρόνο.
    ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, κόβομαι, τσακίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > манежить

  • 36 набегать

    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. αφήνω Ιχνη, τορό.
    3. εκγυμνάζω, εξασκώ στο τρέξιμο.
    τρέχω πολύ. || κουράζομαι από το πολύ τρέξιμο.
    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω, εισορμώ.
    3. επισκέπτομαι, σπάνια, και στα πεταχτά.
    4. διπλώνω, σουφρώνω (για ενδύματα).

    Большой русско-греческий словарь > набегать

  • 37 нажать

    -жму, -жмёшь
    ρ.σ.
    1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•

    нажать кнопку πατώ το κουμπί.

    2. θλίβω, πατώ• στίβω.
    3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.
    4. μτφ. εξασκώ πίεση.
    5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•

    нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.

    || επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.
    εκφρ.
    нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.
    -жну, -жнёшь
    ρ.σ.μ.
    θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нажать

  • 38 налечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.
    ρ.σ.
    1. στηρίζομαι ακουμπώ•

    налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•

    налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.

    || πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.
    2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•

    на всла τραβώ γερό κουπί.

    || μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.
    3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•

    налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.

    4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).
    ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•

    на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > налечь

  • 39 наметать

    ρ.δ.
    βλ. намести.
    (για σκουπίδια) μαζεύομαι, συσσωρεύομαι.
    -ечу, -чешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ,
    2. ωοτοκώ.
    3. συνηθίζω, εξασκώ.
    συνηθίζω, εξασκούμαι.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намётанный, βρ: -тан, -а, -о
    βλ. метить

    Большой русско-греческий словарь > наметать

  • 40 насесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. насел, -ла, -ло, προστκ. насядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι• επιβιβάζομαι μπαίνω•

    в вагон -ло много народу στο βαγόνι μπήκε πολύς κόσμος.

    2. (επι) κάθομαι, • пыль -ла ей на лицо σκόνη επικάθησε στο πρόσωπο της.
    3. βαρύνω, πιέζω με το βάρος. || μτφ. πειθαναγκάζω• εξασκώ πίεση, πιέζω• επίμονα παρακαλώ.
    θ. παλ. βλ. насест

    Большой русско-греческий словарь > насесть

См. также в других словарях:

  • εξασκώ — εξασκώ, εξάσκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… …   Dictionary of Greek

  • εξασκώ — εξάσκησα, εξασκήθηκα, εξασκημένος, μτβ. 1. ασκώ κάτι τελείως, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, προπονώ: Εξασκώ το σώμα μου. 2. εφαρμόζω στην πράξη ό,τι έμαθα θεωρητικά, ασκώ κάτι ως επάγγελμα: Εξασκεί τη δικηγορία. 3. επιβάλλω, εφαρμόζω κάποια δύναμη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • εκπαιδεύω — (AM ἐκπαιδεύω) μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση τού χαρακτήρα τών μαθητών μσν. νεοελλ. εξασκώ στη στρατιωτική ζωή νεοελλ. εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό …   Dictionary of Greek

  • συνεπασκώ — έω, Α εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»] …   Dictionary of Greek

  • απογυμνάζω — ἀπογυμνάζω (Α) εκγυμνάζω, εξασκώ …   Dictionary of Greek

  • αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω …   Dictionary of Greek

  • διασκώ — διασκῶ ( έω) (Α) 1. εξασκώ 2. καλλωπίζω, διακοσμώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»