Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εξασκώ

  • 1 упражнять

    ρ.δ.μ. ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω, εκγυμνάζω•

    упражнять пальцы для игры на рояле εξασκώ τα δάχτυλα για να παίζουν στο πιάνο•

    упражнять память καλλιεργώ τη μνήμη•

    упражнять мускулы εξασκώ (γυμνάζω) τους μυώνες.

    ασκούμαι, εξασκούμαι• γυμνάζομαι, εκγυμνάζομαι. || ασχολούμαι-
    επιδίδομαι•

    упражнять в науках ασχολούμαι με τις επιστήμες.

    Большой русско-греческий словарь > упражнять

  • 2 оказать

    оказать παρέχω, προσφέρω· \оказать помощь παρέχω βοήθεια· \оказать гостеприимство φιλοξενώ· \оказать влияние εξασκώ επίδραση\оказать предпочтение προτιμώ
    * * *
    παρέχω, προσφέρω

    оказа́ть по́мощь— παρέχω βοήθεια

    оказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ

    оказа́ть влия́ние — εξασκώ επίδραση

    оказа́ть предпочте́ние — προτιμώ

    Русско-греческий словарь > оказать

  • 3 оказывать

    оказ||ывать
    несов:
    \оказывать внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \оказывать любезность φέρομαι εὐγενικά, κάνω χάρη· \оказывать содействие παρέχω βοήθεια· \оказывать услугу προσφέρω (μιά) ὑπηρεσία· \оказывать поддержку παρέχω ὑποστήριξη, ὑποστηρίζω κάποιον \оказывать предпочтение προτιμώ, προκρίνω· \оказывать влияние ἐξασκώ ἐπιρροή· \оказывать давление ἐξασκῶ πίεση· \оказывать сопротивление ἀντιστέκομαι, προβάλλω ἀντίσταση· \оказывать гостеприимство παρέχω φιλοξενία, φιλοξενώ.

    Русско-новогреческий словарь > оказывать

  • 4 выработать

    ρ.σ.μ.
    1. παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω. || καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ. || μτφ. καλλιεργώ, δουλεύω. || μτφ. διαπαιδαγωγώ, αναπτύσσω, διαμορφώνω•

    выработать выдержку и настойчивость διαπαιδαγωγώ στην καοτερία και υπομονή.

    || εξασκώ•

    выработать лошадь εξασκώ το άλογο.

    2. επεξεργάζομαι, εκπονώ, δουλεύω.
    3. βγάζω χρήματα, κερδίζω.
    4. εξαντλώ•

    рудник был -ан το μεταλλείο εξαντλήθηκε.

    1. επεξεργάζομαι• εκπονούμαι. || γίνομαι, καθίσταμαι, διαμορφώνομαι.
    2. (για μεταλλεία) εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выработать

  • 5 тренировать

    -рута, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тренированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. προπονώ, προγυμνάζω, εξασκώ•

    тренировать боксра προπονώ τον πυγμάχο•

    тренировать лтчика εκπαιδεύω τον αεροπόρο•

    тренировать память εξασκώ (καλλιεργώ) τη μνήμη.

    προπονούμαι κλπ. ρ, ενεργ. φ.. тренировать в стрельбе εξασκούμαι στη σκοποβολή•

    тренировать перед состязанием προπονούμαι πριν το αγώνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тренировать

  • 6 влияние

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > влияние

  • 7 упражнять

    ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω
    -ся εξασκούμαι, ασκούμαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упражнять

  • 8 влияние

    влия||ние
    с
    1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:
    оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·
    2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:
    человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος.

    Русско-новогреческий словарь > влияние

  • 9 влиять

    влия||ть
    несов ἐξασκῶ ἐπιρροή[ν], ἐπηρεάζω, ἐπιδρω.

    Русско-новогреческий словарь > влиять

  • 10 воздействие

    воздействие
    с ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση[-ις]> ἡ ἐπενέργεια:
    оказывать \воздействие на кого́-л. ἐξασκῶ ἐπιρροή σέ κάποιον средство \воздействиеия μέσον ἐπίδρασης.

    Русско-новогреческий словарь > воздействие

  • 11 воздействиеовать

    воздействие||овать
    сов и несов (на кого-л., на что-л.) ἐξασκῶ ἐπιρροή[ν], ἐπιδρῶ, ἐπενεργώ:
    \воздействиеоватьовать силой χρησιμοποιώ βία.

    Русско-новогреческий словарь > воздействиеовать

  • 12 давить

    давить
    несов
    1. πιέζω, ζουλώ, βαραίνω, ἐξασκώ πίεση·
    2. (раздавить, убивать) συντρίβω / πατῶ, κόβω, συνθλίβω (автомобилем и т. п.)·
    3. (мять, выжимать) στύβω, πατῶ, ζουπίζω:
    \давить лимон στύβω τό λεμόνι· \давить виноград πατώ τά σταφύλια·
    4. (душить) πνίγω, στραγγα· λίζω·
    5. (стягивать, жать) σφίγγω, κόβω:
    воротник давит ὁ γιακάς μέ σφίγγει· мне давит грудь μοῦ πλακώνει τό στήθος, μέ πιέζει στό στῆθος·
    6. перен (угнетать) καταπιέζω, πιέζω, πνίγω.

    Русско-новогреческий словарь > давить

  • 13 изощрить

    изощрить
    сов, изощрять несов λεπτύνω, ὀξύνω, ἐξασκώ.

    Русско-новогреческий словарь > изощрить

  • 14 практиковать

    практик||овать
    1. (применять) ἐφαρμόζω, ἐκτελώ στήν πράξη·
    2. (о враче, адвокате и т. п.) уст. ἐξασκώ τό ἐπάγγελμα.

    Русско-новогреческий словарь > практиковать

  • 15 практнка

    пра́ктнк||а
    ж в разн. знач. ἡ πρακτική, ἡ πράξη/ ἡ πρακτική ἐξάσκηση (практические занятия):
    заниматься медицинской \практнкаой ἐξασκώ τήν ίατρικήν убедиться на \практнкае πείθομαι στήν πράξη, πείθομαι πρακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > практнка

  • 16 приучать

    приучать
    несов, приучить сов ἐξασκώ (μετ.), μαθαίνω Ο-ετ.).

    Русско-новогреческий словарь > приучать

  • 17 exercise

    1. noun
    1) (training or use (especially of the body) through action or effort: Swimming is one of the healthiest forms of exercise; Take more exercise.) άσκηση
    2) (an activity intended as training: ballet exercises; spelling exercises.) άσκηση
    3) (a series of tasks, movements etc for training troops etc: His battalion is on an exercise in the mountains.) άσκηση, (πληθ.) γυμνάσια
    2. verb
    1) (to train or give exercise to: Dogs should be exercised frequently; I exercise every morning.) (εξ)ασκώ,-ούμαι
    2) (to use; to make use of: She was given the opportunity to exercise her skill as a pianist.) εξασκώ

    English-Greek dictionary > exercise

  • 18 practise

    ['præktis]
    1) (to do exercises to improve one's performance in a particular skill etc: She practises the piano every day; You must practise more if you want to enter the competition.) εξασκούμαι
    2) (to make (something) a habit: to practise self-control.) εξασκώ,εφαρμόζω
    3) (to do or follow (a profession, usually medicine or law): He practises (law) in London.) (εξ)ασκώ

    English-Greek dictionary > practise

  • 19 приучать

    [πριουτσάτ*] ρ. εξασκώ, μαθαίνω

    Русско-греческий новый словарь > приучать

  • 20 приучать

    [πριουτσάτ'] ρ εξασκώ, μαθαίνω

    Русско-эллинский словарь > приучать

См. также в других словарях:

  • εξασκώ — εξασκώ, εξάσκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… …   Dictionary of Greek

  • εξασκώ — εξάσκησα, εξασκήθηκα, εξασκημένος, μτβ. 1. ασκώ κάτι τελείως, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, προπονώ: Εξασκώ το σώμα μου. 2. εφαρμόζω στην πράξη ό,τι έμαθα θεωρητικά, ασκώ κάτι ως επάγγελμα: Εξασκεί τη δικηγορία. 3. επιβάλλω, εφαρμόζω κάποια δύναμη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • εκπαιδεύω — (AM ἐκπαιδεύω) μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση τού χαρακτήρα τών μαθητών μσν. νεοελλ. εξασκώ στη στρατιωτική ζωή νεοελλ. εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό …   Dictionary of Greek

  • συνεπασκώ — έω, Α εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»] …   Dictionary of Greek

  • απογυμνάζω — ἀπογυμνάζω (Α) εκγυμνάζω, εξασκώ …   Dictionary of Greek

  • αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω …   Dictionary of Greek

  • διασκώ — διασκῶ ( έω) (Α) 1. εξασκώ 2. καλλωπίζω, διακοσμώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»