Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξασκώ

  • 41 натаскать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натасканный, βρ: -кан, -а, -о.
    1. κουβαλώ, μεταφέρω, μετακομίζω•

    натаскать дрова κουβαλώ καυσόξυλα•

    натаскать кучу камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.

    2. κυρλξ. κ. μτφ. βγάζω, εξάγω•

    мальчишка -ал раков из рчки το παιδί έβγαλε καραβίδες από το ποταμάκι•

    натаскать отрывок βγάζω αποσπάσματα (από κείμενο).

    3. κλέβω, βουτώ.
    4. τιμωρώ, τραβώ τ αυτιά ή τα μαλλιά.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натасканный, βρ: -кан, -а, -о.
    1. εκγυμνάζω, εξασκώ σκυλιά, (ξε)βγάζω.
    2. κουτσοπρογυμνά-ζω, κουτσοπροετοιμάζω, κουτσομαθαίνω• παρέχω στοιχειώδεις γνώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > натаскать

  • 42 натренировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натренированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (εκ)γυμνάζω, εξασκώ, προπονώ.
    (εκ)γυμνάζομαι, εξασκούμαι, προπονούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > натренировать

  • 43 плотничать

    ρ.δ. κάνω τον ξυλουργό, εξασκώ το επάγγελμα του ξυλουργού.

    Большой русско-греческий словарь > плотничать

  • 44 промышлять

    ρ.δ.
    1. βλ. промыслить.
    2. επαγγέλλομαι, εξασκώ το επάγγελμα.
    3. φροντίζω, μεριμνώ σκέπτομαι.
    εξευρίσκω, επινοώ, διανοούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > промышлять

  • 45 разработать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω•

    разработать гранит на колонны, на плиты επεξεργάζομαι γρανίτη για κολόνες, για πλάκες.

    || καλλιεργώ τη γη (για σπορά). || μτφ. εξασκώ, προάγω, τελειοποιώ• δουλεύω•

    голос певицы был мало разработан η φωνή της τραγουδίστριας λίγο καλλιεργήθηκε.

    2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, εκπονώ. || τελ,ειοποιώ.
    3. εξορύσσω ολοκληρωτικά• εξαντλώ•

    рудник полностью разработан το ορυχείο εξαντλήθηκε πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > разработать

  • 46 учить

    учу, учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ученный βρ: учен
    -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. μαθαίνω, διδάσκω, δασκαλεύω• εκπαιδεύω•

    учить читать ΐχαθαίνω ανάγνωση•

    учить русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα•

    учить детей танцевать μαθαίνω τα παιδιά χορό (να χορεύουν).

    || (για ζώα)• εξασκώ, εκγυμνάζω. || διδάσκω, κάνω (επαγγέλλομαι) το δάσκαλο•

    учить в средней школе διδάσκω στο μεσαίο σχολείο (μέση εκπαίδευση).

    2. ορμηνεύω, συμβουλεύω, δασκαλεύω.
    3. τιμωρώ, σώφρων ίζω•

    муж жену -ил ο άντρας τη γυναίκα του τη σωφρώνισε.

    4. αμ. διδάσκω•

    опыт учит терпеть η πείρα διδάσκει να κάνεις υπομονή.

    5. μαθαίνω με επαναλήψεις•

    учить урок μαθαίνω το μάθημα•

    учить стих наизусть μαθαίνω το ποίημα απ έξω (αποστήθιση).

    μαθαίνω, διδάσκομαι•

    учить музыке μαθαίνω μουσική•

    русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα•

    учить играть в шахматы μαθαίνω να παίζω σκάκι.

    Большой русско-греческий словарь > учить

  • 47 practise

    1) ασκώ
    2) εξασκώ

    English-Greek new dictionary > practise

См. также в других словарях:

  • εξασκώ — εξασκώ, εξάσκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… …   Dictionary of Greek

  • εξασκώ — εξάσκησα, εξασκήθηκα, εξασκημένος, μτβ. 1. ασκώ κάτι τελείως, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, προπονώ: Εξασκώ το σώμα μου. 2. εφαρμόζω στην πράξη ό,τι έμαθα θεωρητικά, ασκώ κάτι ως επάγγελμα: Εξασκεί τη δικηγορία. 3. επιβάλλω, εφαρμόζω κάποια δύναμη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • εκπαιδεύω — (AM ἐκπαιδεύω) μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση τού χαρακτήρα τών μαθητών μσν. νεοελλ. εξασκώ στη στρατιωτική ζωή νεοελλ. εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό …   Dictionary of Greek

  • συνεπασκώ — έω, Α εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»] …   Dictionary of Greek

  • απογυμνάζω — ἀπογυμνάζω (Α) εκγυμνάζω, εξασκώ …   Dictionary of Greek

  • αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω …   Dictionary of Greek

  • διασκώ — διασκῶ ( έω) (Α) 1. εξασκώ 2. καλλωπίζω, διακοσμώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»