Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εμπνέω

  • 21 одушевлять

    одушев||лять
    несов
    1. (наделять свойствами живого существа) ἐμψυχώνω, ζωογονώ·
    2. (воодушевлять) уст:
    ἐνθαρρύνω, ἐμπνέω, ἐμψυχώνω.

    Русско-новогреческий словарь > одушевлять

  • 22 поселять

    поселять
    несов
    1. βάζω κάποιον νά κατοικήσει, ἐγκαθιστώ·
    2. перен (вселять) ἐμπνέω, γεννώ.

    Русско-новогреческий словарь > поселять

  • 23 уважение

    уваж||ение
    с ὁ σεβασμός, τό σέβας, ἡ ἐκτίμησις:
    внушать \уважениеение ἐμπνέω σεβασμό· питать \уважениеение к кому-либо σέβομαι κάποιον, αἰσθάνομαι σεβασμό γιά κάποιον пользоваться \уважениеени-ем χαίρω τής ἐκτιμήσεως· относиться с \уважениеением к кому́-л. σέβομαι, ἐκτιμώ κάποιον достойный \уважениеения ἄξιος σεβασμού· из \уважениеения ἀπό σεβασμό.

    Русско-новогреческий словарь > уважение

  • 24 внушать

    [βνουσάτ'] ρ. εμπνέω, υποβάλλω

    Русско-греческий новый словарь > внушать

  • 25 воодушевлять

    [*][βααντουσυβλιάτ") ρ. εμπνέω, ενθουσιάζω

    Русско-греческий новый словарь > воодушевлять

  • 26 одухотворять

    [αντουχατβαργιάτ'] ρ. εμπνέω

    Русско-греческий новый словарь > одухотворять

  • 27 внушать

    [βνουσάτ'] ρ εμπνέω, υποβάλλω

    Русско-эллинский словарь > внушать

  • 28 воодушевлять

    [βααντουσυβλιάτ" ρ εμπνέω, ενθουσιάζω

    Русско-эллинский словарь > воодушевлять

  • 29 одухотворять

    [αντουχατβαργιάτ'] ρ εμπνέω

    Русско-эллинский словарь > одухотворять

  • 30 вдохновить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вдохновленный, βρ: -лен, -лена, ; -лено ρ.σ.μ.
    1. εμπνέω, ενθουσιάζω.
    2. ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω•

    вдохновить на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.

    εμπνέομαι, ενθουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вдохновить

  • 31 вдуть

    -вдую, вдуешь, ρ.σ.μ.
    εμφυσώ, εμπνέω, φουσκώνω•

    вдуть воздух в резиновый мяч φουσκώνω το λαστιχένιο τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > вдуть

  • 32 встревожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встревоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    εμφοβίζω, εμβάλλω, εμπνέω φόβο, ανησυχία, ανησυχώ, ταράσσω, σκιάζω•

    его -ли слухи τον φόβισαν οι φήμες.

    φοβούμαι, κατέχομαι από φόβο, ανησυχώ, ταράσσομαι, με κατατρύχει ο φόβος•

    отец -лся за сына ο πατέρας φοβήθηκε για το παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > встревожить

  • 33 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 34 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 35 доверие

    ουδ.
    εμπιστοσύνη, πίστη, αξιοπιστία•

    войти в доверие αποκτώ τήν εμπιστοσύνη•

    облечь -ем περιβάλλω με εμπιστοσύνη•

    оказать доверие кому-н. δίνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι•

    питать кому-н. доверие τρέφω εμπιστοσύνη σε κάποιον•

    лишиться -я στερούμαι της εμπιστοσύνης•

    терять доверие χάνω την εμπιστοσύνη•

    нарушить чь-н. доверие απιστώ, κάνω απιστία•

    слепое доверие τυφλή εμπιστοσύνη•

    употреблять во зло чью-либо доверие καταχρώμαι της εμπιστοσύνης κάποιου•

    я имею от него доверие είμαι εξουσιοδοτημένος απ' αυτόν•

    полное доверие πλήρης, εμπιστοσύνη•

    человек достойный -я αξιόπιστος άνθρωπος•

    не внушать доверие δεν.εμπνέω εμπιστοσύνη•

    пользоваться полным -ем είμαι αξιόπιστος•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > доверие

  • 36 заразить

    -ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зараженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ. ц.
    1. μολύνω, μιαίνω•

    заразить гриппом μολύνω με γρίπη.

    || μολύνω την ατμόσφαιρα.
    2. μτφ. μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ•

    заразить страхом μεταδίνω το φόβο•

    заразить примером μεταδίνω το κακό παράδειγμα.

    || διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω.
    1. μολύνομαι•

    заразить оспой μολύνομαι από ευλογιά.

    2. επηρεάζομαι•

    заразить суеверием μολύνομαι από δεισιδαιμονία.

    Большой русско-греческий словарь > заразить

  • 37 застращать

    -а.ю
    -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застращанный, βρ: -шан, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) εκφοβίζω, εμφοβίζω, εμπνέω φόβο, πτοώ.

    Большой русско-греческий словарь > застращать

  • 38 импонирующий

    ρ.δ.
    επιβάλλω, επιβάλλομαι• εμπνέω (σεβασμό, φόβο κ.τ.τ.).
    επ. από μτχ.
    που επιβάλλεται, που εμπνέει σεβασμό.

    Большой русско-греческий словарь > импонирующий

  • 39 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

  • 40 напустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ίαφήνω, απολύω, ανοίγω•

    напустить воды в ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα•

    напустить дыму в комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δωμάτιο•

    собака -ла блох το σκυλί άφησε πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους.

    || επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει•

    напустить жильцов в дом επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι.

    2. κατεβάζω, χαμηλώνω•

    напустить волосы на лоб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο.

    3. προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω•

    напустить на себя важность κάνω το σοβαρό, σοβαροποιούμαι•

    напустить равнодушие κάνω τον αδιάφορο•

    напустить на себя строгость κάνω τον αυστηρό.

    4. (κυνηγ.) λύνω, απολύω•

    напустить собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό.

    || παρακινώ, προτρέπω.
    5. μαγεύω, κάνω μάγια (ν αρρωστήσει ή να πάθει). || εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ ενσπείρω;
    επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > напустить

См. также в других словарях:

  • ἐμπνέω — blow pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) ἐμπνέω blow pres subj act 1st sg ἐμπνέω blow pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπνέω — εμπνέω, ενέπνευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… …   Dictionary of Greek

  • εμπνέω — ενέπνευσα και έμπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, μτβ. και αμτβ. 1. μτφ., βάζω σε κάποιον (σαν με πνοή) ιδέα, γνώμη, επιθυμία κτλ.: Τες εμάζωξε της ελευθεριάς ο έρως και τας έμπνευσε χορό (Δ. Σολωμός). 2. γεννώ στη φαντασία κάποιου λογοτεχνική,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπνέῃ — ἐμπνέω blow pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres subj act 3rd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres subj mp 2nd sg ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg ἐμπνέω blow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεομένων — ἐμπνέω blow pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp fem gen pl ἐμπνέω blow pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεῖ — ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεόμεθα — ἐμπνέω blow pres ind mp 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres ind mp 1st pl ἐμπνέω blow imperf ind mp 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεόμενον — ἐμπνέω blow pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp masc acc sg ἐμπνέω blow pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεόντων — ἐμπνέω blow pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part act masc/neut gen pl ἐμπνέω blow pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνέει — ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»