Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εμπνέω

  • 1 внушать

    внушать, внушить εμπνέω·\внушать доверие εμπνέω εμπιστοσύνη
    * * *
    = внушить

    внуша́ть дове́рие — εμπνέω εμπιστοσύνη

    Русско-греческий словарь > внушать

  • 2 внушить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шенный, βρ: -шен, -шена, -шено, ρ.σ.μ.
    εμπνέω, εμφυσώ, εμβάλλω• προκαλώ•

    внушить страх εμπνέω φόβο•

    внушить любовь к добру εμπνέω την αγάπη για ευεργεσία•

    внушить отврашение εμπνέω την απέχθεια•

    внушить мораль ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω.

    Большой русско-греческий словарь > внушить

  • 3 внушать

    внушать
    несов
    1. (мысль, чувство) ἐμπνέω, προκαλώ:
    \внушать страх ἐμπνέω (или προκαλώ) φόβο· \внушать доверие (опасение) ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη (ανησυχία)· \внушать отвращение προκαλώ ἀηδία·
    2. (поучать, наставлять) βάζω στό νοῦ, ὑποβάλλω, παραινώ.

    Русско-новогреческий словарь > внушать

  • 4 вселить

    вселить
    сов, вселять несов
    1. (поселять) ἐποικίζω, ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει·
    2. перен (внушать) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ:
    \вселить надежду в кого-л. ἐμπνέω (или δίνω) ἐλπίδα σέ κάποιον \вселить в кого-л. уверенность ἐμπνέω πεποίθηση σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вселить

  • 5 вдохновить

    вдохновить, вдохновлять εμπνέω
    * * *
    = вдохновлять

    Русско-греческий словарь > вдохновить

  • 6 дух

    дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου
    * * *
    м
    1) ( сущность) το πνεύμα

    в духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής

    2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοή

    перевести́ дух — παίρνω ανάσα

    3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)

    быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση

    подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος

    пасть духомχάνω το θάρρος μου

    Русско-греческий словарь > дух

  • 7 вдохнуть

    вдохнуть
    сов
    1. см. вдыхать·
    2. перен (что-л. в кого-л) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ, ἐνθουσιάζω:
    \вдохнуть мужество в кого-л. ἐμπνέω τό θάρρος· \вдохнуть жизнь в кого-л. ἀναζωογονῶ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вдохнуть

  • 8 заражать

    зараж||ать
    несов
    1. μολύνω, μεταδίδω ἀρρώστεια:
    \заражать воздух μολύνω τόν ἀέρα·
    2. перен ἐμπνέω, ἐπηρεάζω, παρασέρνω:
    \заражать примером δίνω τό παράδειγμα· \заражать мужеством ἐμπνέω ἡρωισμό.

    Русско-новогреческий словарь > заражать

  • 9 вселить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вселенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. εγκατοικιζω, ενοικίζω, παρέχω κατοικία, εγκατασταίνω• στεγάζω.
    2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ, εμφυτεύω, εμβάλλω•
    1. εγκατατασταίνομαι σε σπίτι, ενοικίζομαι, στεγάζομαι.
    2. μτφ. εμφωλεύω, φωλιάζω, ριζώνω•

    страх -лся в его сердце ο φόβος φώλιασε στην καρδιά του.

    Большой русско-греческий словарь > вселить

  • 10 инспирировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. εμπνέω, εμφυσώ (γνώμες, απόψεις κ.τ.τ.).
    2. παροτρύνω, παρακινώ, υποκινώ, προτρέπω.
    εμπνέω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > инспирировать

  • 11 нагнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, εξισώνομαι.
    2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•

    шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.

    3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•

    на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•

    ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.

    4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•

    нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•

    нагнать тоску προξενώ θλίψη•

    нагнать сон προκαλώ ύπνο.

    5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•

    обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.

    6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.

    εκφρ.
    нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > нагнать

  • 12 вдохновить

    вдохновить
    сов, вдохновлять несов ἐμπνέω, ἐνθουσιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вдохновить

  • 13 воодушевлять

    воодушевлять
    несов ἐμψυχώνω, ζωογονώ, ἐνθουσιάζω/ ἐμπνέω (вдохновлять).

    Русско-новогреческий словарь > воодушевлять

  • 14 воспламенять

    воспламеня||ть
    несов
    1. βάζω φωτιά, ἀναφλέγω·
    2. перен ἀνάβω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω, ἐμπνέω πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > воспламенять

  • 15 доверие

    довери||е
    с ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη [-ις]:
    питать (оказывать) \доверие ἔχω ἐμπιστοσύνη, ἐμπιστεύομαι· внушать \доверие ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη· пользоваться \довериеем кого́-л. χαίρω τῆς ἐμπιστοσύνης κάποιου· злоупотреблять \довериеем κάνω κατάχρηση (или καταχρῶμαι) τῆς -εμπιστοσύνης κάποιου· человек, заслу́живающий \довериея ἄνθρωπος ἀξιος ἐμπιστοσύνης, ἀξιόπιστος ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > доверие

  • 16 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 17 инспирировать

    инспир||ировать
    сов и несов προτρέπω, παροτρύνω, ἐμπνέω.

    Русско-новогреческий словарь > инспирировать

  • 18 навевать

    навева́||ть
    несов
    1. (приносить с собой\навеватьо ветре) φέρνω, φυσώ:
    ветер \навеватьл прохладу ὁ ἀέρας Εφερε ψύχρα, φύσηξε δροσιά·
    2. (что-л. на кого-л.) ἐμπνέω / ὑποβάλλω (вызывать):
    \навевать тоску́ προξενώ πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > навевать

  • 19 одухотворять

    одухотвор||ять
    "еЗД. 1, (природу, животных) ἐμψυχώνω, ζωογονώ·
    2. (воодушевлять) ἐμπνέω, προκαλώ ἐξαρση.

    Русско-новогреческий словарь > одухотворять

  • 20 одушевлять

    одушев||лять
    несов
    1. (наделять свойствами живого существа) ἐμψυχώνω, ζωογονώ·
    2. (воодушевлять) уст:
    ἐνθαρρύνω, ἐμπνέω, ἐμψυχώνω.

    Русско-новогреческий словарь > одушевлять

См. также в других словарях:

  • ἐμπνέω — blow pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) ἐμπνέω blow pres subj act 1st sg ἐμπνέω blow pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπνέω — εμπνέω, ενέπνευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… …   Dictionary of Greek

  • εμπνέω — ενέπνευσα και έμπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, μτβ. και αμτβ. 1. μτφ., βάζω σε κάποιον (σαν με πνοή) ιδέα, γνώμη, επιθυμία κτλ.: Τες εμάζωξε της ελευθεριάς ο έρως και τας έμπνευσε χορό (Δ. Σολωμός). 2. γεννώ στη φαντασία κάποιου λογοτεχνική,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπνέῃ — ἐμπνέω blow pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres subj act 3rd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres subj mp 2nd sg ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg ἐμπνέω blow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεομένων — ἐμπνέω blow pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp fem gen pl ἐμπνέω blow pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεῖ — ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεόμεθα — ἐμπνέω blow pres ind mp 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres ind mp 1st pl ἐμπνέω blow imperf ind mp 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεόμενον — ἐμπνέω blow pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp masc acc sg ἐμπνέω blow pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνεόντων — ἐμπνέω blow pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part act masc/neut gen pl ἐμπνέω blow pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπνέει — ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»