-
1 внушать
внушать, внушить εμπνέω·\внушать доверие εμπνέω εμπιστοσύνη* * *= внушитьвнуша́ть дове́рие — εμπνέω εμπιστοσύνη
-
2 внушить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шенный, βρ: -шен, -шена, -шено, ρ.σ.μ.εμπνέω, εμφυσώ, εμβάλλω• προκαλώ•внушить страх εμπνέω φόβο•
внушить любовь к добру εμπνέω την αγάπη για ευεργεσία•
внушить отврашение εμπνέω την απέχθεια•
внушить мораль ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω.
-
3 внушать
внушатьнесов1. (мысль, чувство) ἐμπνέω, προκαλώ:\внушать страх ἐμπνέω (или προκαλώ) φόβο· \внушать доверие (опасение) ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη (ανησυχία)· \внушать отвращение προκαλώ ἀηδία·2. (поучать, наставлять) βάζω στό νοῦ, ὑποβάλλω, παραινώ. -
4 вселить
вселитьсов, вселять несов1. (поселять) ἐποικίζω, ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει·2. перен (внушать) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ:\вселить надежду в кого-л. ἐμπνέω (или δίνω) ἐλπίδα σέ κάποιον \вселить в кого-л. уверенность ἐμπνέω πεποίθηση σέ κάποιον. -
5 вдохновить
-
6 дух
дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου* * *м1) ( сущность) το πνεύμαв духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής
2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοήперевести́ дух — παίρνω ανάσα
3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση
подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος
пасть духом — χάνω το θάρρος μου
-
7 вдохнуть
вдохнутьсов1. см. вдыхать·2. перен (что-л. в кого-л) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ, ἐνθουσιάζω:\вдохнуть мужество в кого-л. ἐμπνέω τό θάρρος· \вдохнуть жизнь в кого-л. ἀναζωογονῶ κάποιον. -
8 заражать
зараж||атьнесов1. μολύνω, μεταδίδω ἀρρώστεια:\заражать воздух μολύνω τόν ἀέρα·2. перен ἐμπνέω, ἐπηρεάζω, παρασέρνω:\заражать примером δίνω τό παράδειγμα· \заражать мужеством ἐμπνέω ἡρωισμό. -
9 вселить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вселенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. εγκατοικιζω, ενοικίζω, παρέχω κατοικία, εγκατασταίνω• στεγάζω.2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ, εμφυτεύω, εμβάλλω•1. εγκατατασταίνομαι σε σπίτι, ενοικίζομαι, στεγάζομαι.2. μτφ. εμφωλεύω, φωλιάζω, ριζώνω•страх -лся в его сердце ο φόβος φώλιασε στην καρδιά του.
-
10 инспирировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. εμπνέω, εμφυσώ (γνώμες, απόψεις κ.τ.τ.).2. παροτρύνω, παρακινώ, υποκινώ, προτρέπω.εμπνέω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 нагнать
-гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, εξισώνομαι.2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.
3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•
ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.
4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•
нагнать тоску προξενώ θλίψη•
нагнать сон προκαλώ ύπνο.
5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.
6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.
εκφρ.нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή. -
12 вдохновить
вдохновитьсов, вдохновлять несов ἐμπνέω, ἐνθουσιάζω. -
13 воодушевлять
воодушевлятьнесов ἐμψυχώνω, ζωογονώ, ἐνθουσιάζω/ ἐμπνέω (вдохновлять). -
14 воспламенять
воспламеня||тьнесов1. βάζω φωτιά, ἀναφλέγω·2. перен ἀνάβω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω, ἐμπνέω πάθος. -
15 доверие
довери||ес ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη [-ις]:питать (оказывать) \доверие ἔχω ἐμπιστοσύνη, ἐμπιστεύομαι· внушать \доверие ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη· пользоваться \довериеем кого́-л. χαίρω τῆς ἐμπιστοσύνης κάποιου· злоупотреблять \довериеем κάνω κατάχρηση (или καταχρῶμαι) τῆς -εμπιστοσύνης κάποιου· человек, заслу́живающий \довериея ἄνθρωπος ἀξιος ἐμπιστοσύνης, ἀξιόπιστος ἄνθρωπος. -
16 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
17 инспирировать
инспир||ироватьсов и несов προτρέπω, παροτρύνω, ἐμπνέω. -
18 навевать
навева́||тьнесов1. (приносить с собой\навеватьо ветре) φέρνω, φυσώ:ветер \навеватьл прохладу ὁ ἀέρας Εφερε ψύχρα, φύσηξε δροσιά·2. (что-л. на кого-л.) ἐμπνέω / ὑποβάλλω (вызывать):\навевать тоску́ προξενώ πλήξη. -
19 одухотворять
одухотвор||ять"еЗД. 1, (природу, животных) ἐμψυχώνω, ζωογονώ·2. (воодушевлять) ἐμπνέω, προκαλώ ἐξαρση. -
20 одушевлять
одушев||лятьнесов1. (наделять свойствами живого существа) ἐμψυχώνω, ζωογονώ·2. (воодушевлять) уст:ἐνθαρρύνω, ἐμπνέω, ἐμψυχώνω.
См. также в других словарях:
ἐμπνέω — blow pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) ἐμπνέω blow pres subj act 1st sg ἐμπνέω blow pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπνέω — εμπνέω, ενέπνευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… … Dictionary of Greek
εμπνέω — ενέπνευσα και έμπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, μτβ. και αμτβ. 1. μτφ., βάζω σε κάποιον (σαν με πνοή) ιδέα, γνώμη, επιθυμία κτλ.: Τες εμάζωξε της ελευθεριάς ο έρως και τας έμπνευσε χορό (Δ. Σολωμός). 2. γεννώ στη φαντασία κάποιου λογοτεχνική,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπνέῃ — ἐμπνέω blow pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres subj act 3rd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres subj mp 2nd sg ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg ἐμπνέω blow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνεομένων — ἐμπνέω blow pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp fem gen pl ἐμπνέω blow pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνεῖ — ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνεόμεθα — ἐμπνέω blow pres ind mp 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres ind mp 1st pl ἐμπνέω blow imperf ind mp 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνεόμενον — ἐμπνέω blow pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part mp masc acc sg ἐμπνέω blow pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνεόντων — ἐμπνέω blow pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνέω blow pres part act masc/neut gen pl ἐμπνέω blow pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνέει — ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐμπνέω blow pres ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)