-
1 ελαττώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) сокращать, уменьшить; снижать;την παραγωγή — сокращать производство;ελαττώνω τό προσωπικό — сокращать штаты;
ελαττώνω τίς τιμές — снижать цены;
ελαττώνω τό βάρος — уменьшить вес;
ελαττώνω την ταχύτητα — сбавлять скорость;
να ελαττώσεις το πιοτό (τό κάπνισμα) — тебе надо меньше пить (курить);
να ελαττώσεις τα έξοδά σου — тебе надо сократить расходы; — тебе надо разумней расходовать деньги;
μου ελάττωσαν τη σύνταξη мне урезали пенсию;2) смягчить (наказание, приговор); ослаблять; умерять;ελαττώνω την προσοχή — ослаблять внимание;
ελαττώνω τό ζήλο — охлаждать пыл;
1) — сокращёться, уменьшиться, снижаться; — убывать;ελαττώνομαι [-οβμαι]
2) уменьшаться, ослабевать; быть смягчённым (о наказании, приговоре);ελαττώθηκε ο ζήλος του — пыл его остыл;
ελαττώθηκε η ανεργία — безработица сократилась;
ο πυρετός ελαττώθηκε — температура снизилась;
η αυτοπεποίθηση του ελαττώθηκε από τίς αποτυχίες — неудачи сделали его менее самоуверенным
-
2 ελαττώνω
[элаггоно] р. уменьшать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελαττώνω
-
3 ελαττώνω
[элаггоно] ρ уменьшать. -
4 ελαττώνω
azaltmak, eksiltmek -
5 ελαττώνω
1) amenuiser2) amoindrir3) amollir -
6 ελαττώνω
1) uszczuplać czas.2) zmniejszać czas.3) zmniejszyć czas. -
7 ελαττώνω
1) zeslabit2) zmenšit3) ztenčit -
8 ελαττώνω
1) lessen2) reduceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελαττώνω
-
9 снижать
сниж||а́тьнесов1. χαμηλώνω, κατεβάζω:\снижать самолет κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό ἀεροπλάνο·2. (уменьшать) ἐλαττώνω, μειώνω:\снижать себестоимость про-ду́кции μειώνω (или ἐλαττώνω) τό κόστος τής παραγωγής· \снижать цены μειώνω (или ἐλαττώνω) τίς τιμές·3. (по службе) ὑποβιβάζω· ◊ \снижать тон χαμηλώνω τόν τόνο. -
10 сократить
сократитьсов, сокращать несов1. (делать короче) κονταίνω (μ«τ), βραχύνω συντομεύω·2. (уменьшать в количестве, объеме) ἐλαττώνω, περικόπτω, λιγοστεύω:\сократить штаты ἐλαττώνω τό προσωπικό· \сократить производство чего́-л. ἐλαττώνω τήν παραγωγή·3. (увольнять) разг ἀπολύω (εργάτες ζπαλλήλοος)·4. мат ἀπλοποιώ. -
11 уменьшать
уменьш||атьнесов μικραίνω, λιγοστεύω (μετ.), ἐλαττώνω, μειώνω/ περικόπτω (сокращать)/ μετριάζω (смягчать):\уменьшать цену ἐλαττώνω τήν τιμή· \уменьшать вес ἐλαττώνω τό βάρος. -
12 понизить
-
13 преуменьшить
преуменьшить μειώνω, ελαττώνω- υποτιμώ (недооценивать)* * *μειώνω, ελαττώνω; υποτιμώ ( недооценивать) -
14 смягчать
-
15 снизить
-
16 сократить
сократить, сокращать 1) συντομεύω 2) (уменьшить) μειώνω, ελαττώνω* * *= сокращать1) συντομεύω2) ( уменьшить) μειώνω, ελαττώνω -
17 уменьшить
-
18 ослабеватьять
ослабевать||ятьнесов1. ἐξασθενώ (μετ.), ἀδυνατίζω (μετ.)·2. (уменьшать) χαλαρώνω, μετριάζω, λιγοστεύω, ἐλαττώνω:\ослабеватьятьять напор μετριάζω τἡν πίεση· \ослабеватьятья́ть внимание ἐλαττώνω τήν προσοχή·3. (делать менее строгим) ἐλαφρύνω, καταπραύνω:\ослабеватьятьять Дисциплину χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (делать менее натянутым) ἀπολύω, μο-λάρω, λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω. -
19 поиижать
поииж||атьнесов1. ἐλαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω:\поиижать температуру ἐλαττώνω (или κατεβάζω) τή θερμοκρασία· \поиижать голос χαμηλώνω τή φωνή μου· \поиижать к£чество χειροτερεύω τήν ποιότητα·2. (по службе) ὑποβιβάζω. -
20 убавить
убавитьсов, убавлять несов1. ἐλαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω (уменьшить)/ κονταίνω, βραχύνω (укоротить)/ στενεύω, περιορίζω (сузить) \убавить расходы λιγοστεύω τά ἔξοδα· \убавить скорость ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· \убавить шагу βαδίζω πιό σιγά·2. (в весе) разг:больной убавил в весе ὁ ἄρρωστος ἔχασε βάρος.
См. также в других словарях:
ελαττώνω — ελαττώνω, ελάττωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ … Dictionary of Greek
ελαττώνω — ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελαττωμένος, μτβ., κάνω κάτι λιγότερο ή μικρότερο, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω: Πρέπει να ελαττώσεις το κάπνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek
παραμινύθω — Α ελαττώνω, σμικρύνω («ἤν παραμινυθέωσι τῆς αὐξήσεως τοῡ ἐμβρύου αἱ μῆτραι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μινύθω «ελαττώνω»] … Dictionary of Greek
συναπομειώ — όω, Α σμικρύνω, ελαττώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπομειῶ «ελαττώνω»] … Dictionary of Greek
χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… … Dictionary of Greek
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek