-
121 speed trap
noun (a device used by the police to catch drivers exceeding the speed limit.) συσκευή ελέγχου ταχύτητας -
122 take over
1) (to take control (of): He has taken the business over (noun take-over).) αναλαμβάνω τον έλεγχο/ ανάληψη ελέγχου, εξαγορά (εταιρίας)2) ((often with from) to do (something) after someone else stops doing it: He retired last year, and I took over (his job) from him.) αναλαμβάνω -
123 газовщик
-а α.εργάτης εγκατάστασης αερίου ή ελέγχου τέτοιων εγκαταστάσεων. -
124 зачёт
-а α.1. καταχώρηση, εγγραφή στο λογαριασμό•произвести зачёт καταχωρώ.
2. είδος εξέτασης των σπουδαστών, έλεγχος γνώσεων. || θετικός χαρακτηρισμός του ελέγχου,εκφρ.в зачёт – (ιταλ.) καταχωρημένος στο λογαριασμό•не в зачёт – μη καταχωρημένος στο λογαριασμό• εκτός λογαριασμού. -
125 зачётный
επ.εξεταστικός•-ая сессия εξεταστική περίοδος•
-ая книжка βιβλιάριο ελέγχου γνώσεων του σπουδαστή.
-
126 калибр
-а α.1. διαμέτρημα (κάνης όπλου)2. (τεχ.) ακριβές μέγεθος.3. μτφ. μεγάλης ολκής.4. (τεχ.) μετρητής ελέγχου (οργάνου). -
127 комиссия
-и θ.1. επιτροπή•избирательная комиссия εκλογική επιτροπή•
ревизионная комиссия εξεταστική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου ή εξελεγκτική επιτροπή•
назначить -ю διορίζω επιτροπή•
комиссия по разоружению επιτροπή αφοπλισμού.
2. παλ. παραγγελία•выполнить -ю εκπληρώνω παραγγελία•
брать на -ю что-н παίρνω παραγγελία για κάτι•
сдать на -ю δίνω παραγγελία.
3. μεσιτεία•получитъ -ю παίρνω μεσιτεία (αμοιβή για εκτέλεση παραγγελίας).
4. μτφ. παλ. σκοτούρες, φροντίδες, τρεχάματα (όπως έχουν οι παραγγελίες). -
128 мандатный
επ.εντεταλμένος πληρεξούσιος•-ая комиссия επιτροπή ελέγχου (εντεταλμένη).
См. также в других словарях:
ἐλέγχου — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg ἐλέγχω disgrace pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐλέγχω disgrace imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek