-
1 αγνοια
староатт. ἀγνοίᾱ ἥ1) незнание, неведение; непониманиеἀγνοίᾳ Aesch., Thuc., Xen. — и ὑπ΄ ἀγνοίας Aesch., Soph., Arph. по неведению, но θεραπεύειν ἀγνοίᾳ Thuc. лечить наугад;
ἥ τοῦ ἐλέγχου ἄ. Arst. (лат. ignoratio elenchi) лог. — непонимание того, что именно подлежит доказательству2) незнакомый видὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Soph. — чтобы остаться неузнанным (досл. чтобы присоединилась неузнаваемость)
3) ошибка, промах Dem. -
2 έλεγχος
ο1) проверка, контроль; ревизия; инспекция; 2) классный журнал;Γενικός έλεγχος — общий журнал;
ειδικός έλεγχος — специальный (предметный) журнал;
3) табель (успеваемости);4): ο πίνακας ελέγχου табель явки на работу, табельная доски; 5) контрольный орган;Διεθνής Οίκονομικός έλεγχος — Международный экономический контроль (контрольный орган);
6) критика, опровержение (теорий, выступлений и т. п.);έλεγχος του ιδεαλισμού — критика идеализма;
§ έλεγχος συνειδήσεως — угрызения совести
-
3 παρατηρητής
ο наблюдатель;επιτροπή παρατηρητήςών και ελέγχου — комиссия наблюдения и контроля
-
4 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
См. также в других словарях:
ἐλέγχου — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg ἐλέγχω disgrace pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐλέγχω disgrace imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek