-
41 инженер
ο μηχανικόςглавный - ο αρχιμηχανικός, ο τεχνικός διευθυντήςдежурный - της βάρδι-ας/φυλακήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инженер
-
42 инструмент
1. (единичное орудие труда) το εργαλείο, το όργανο, алмазный - αδα-μαντοφόρο -безопасный - (не дающий искру при ударе немагнитный некорродирующий) ασφαλές -давящий маш. - συμπίεσης- πίεσηςконтрольный - ελέγχου, кузнечный - σιδηρουργικό -, мерительный - μέτρησηςпневматический - μέσω του πεπιεσμένουαέρα, прецизионный - ακριβείας, τέλειο -резьбонарезной - κοπής/κατασκευής σπειρώματοςсъёмочный (геод.) - λήψηςэлектрифицированный - ηλεκτροκίνητο - 2 мед. το εργαλείο3. муз. το όργαν/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инструмент
-
43 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
44 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
45 калибр
το διαμέτρημα, η διάμετροςпредельный - οριακό -, τελικό -чистовой - καθαρό -, τελικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калибр
-
46 каналопроходчик
(устройство) το μηχάνημα ελέγχου/καθαρισμού των οχετών της καλωδίωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каналопроходчик
-
47 клеймение
το σημάδεμα, το μαρκάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клеймение
-
48 код
ο κωδικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > код
-
49 командо-аппарат
το κύριο όργανο ελέγχου/χειρισμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > командо-аппарат
-
50 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
51 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
52 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
53 манетка
ο μοχλός χειρισμού και ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манетка
-
54 манометр
το μανόμετρο, το θλιβόμετρο. - абсолютного давления - απόλυτης πίεσηςвакуумный - см. вакуумметрводяной - μέτρησης ύδα-τος/νερούмасляный - λαδιού/ελαίου- εργασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манометр
-
55 маслораспылитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслораспылитель
-
56 матрица
1. (мащ., полигр.) η μάννα, η μήτρα, το καλούπι 2. мат. о ορθογώνιος πίνακας(των μαθηματικών στοιχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матрица
-
57 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
58 мнемосхема
το σχήμα σε πίνακα ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мнемосхема
-
59 модуль
1. (абсолютная величина числа) о συντελεστής, το μέτρο του συσχετισμού 2. (элемент конструкции) το στοιχείο, ο συντελεστής κατασκευήςосновной косм. - το κύριο διαμέρισμα3. эл. το ηλεκτρικό στοιχείο - на керамической основе - σε κεραμική βάση, - полного сопротивления - της ολικής αντίστασης 4. (величина, характеризующая свойства материалов) το μέτρο, το όριο, ο συντελεστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуль
-
60 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
См. также в других словарях:
ἐλέγχου — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg ἐλέγχω disgrace pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐλέγχω disgrace imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek