-
101 частота
η συχνότητ/αзвуковая - рад. ηχητική --кадров (тлв.) - των εικόνων (τηλεόρασης)крайне высокие - ы (квч) (30-300ГГц) рад. εξόχως/έξοχα υψηλές - εςкрайне низкие - ы (0,3-3 кГц) рад. εξόχως/έξοχα χαμηλές - εςкритическая - эл. κρίσιμη -круговая - см. циклическая -низкие - ы (нч) (30-300 кГц) рад. χαμηλές - εςочень высокие-ы (овч) (30-300 МГц) рад. πολύ υψηλές-εςочень низкие - ы (онч) (3-30 кГц) рад. λίαν χαμηλές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > частота
-
102 шибер
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шибер
-
103 штемпель
η σφραγίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штемпель
-
104 щит
1. (управления) о πίνακαςглавный распределительный (ГРЩ) - эл. κύριος - διανομής2. (защитное устройство) το σανί-δωμα 3. геол., ист. η ασπίς, η ασπίδα 4. аст. (созвездие) η Ασπίς (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щит
-
105 бесконтрольность
бесконтрольн||остьж ἡ ἔλλειψη [-ις] ἐλεγχου. -
106 комиссия
коми́сси||яж ἡ ἐπιτροπή:избирательная \комиссия ἡ ἐκλογική ἐπιτροπή· \комиссия партийного контроля ἡ ἐπιτροπή κομματικοδ ἐλέγχου· ревизионная \комиссия ἡ ἐξεταστική ἐπιτροπή· ◊ брать товар на \комиссияю παίρνω ἐμπόρευμα γιά πούλημα ἐπί προμήθεια. -
107 мандатный
мандат||ныйприл πληρεξούσιος:\мандатныйная комиссия ἡ ἐπιτροπή ἐλεγχου πληρεξουσίων. -
108 проверочный
проверочныйчрил. (ἐξ)έλεγκτικός, τοῦ ἐλεγχου:\проверочныйые испытания οἱ δοκιμές. -
109 табель
табельм1. (расписание, список) ὁ πίνακας, ὁ πίναξ/ ὁ ἐλεγχος (успеваемости учеников):\табель о рангах ὁ πίναξ τῶν ἀξιωμάτων2. (для контроля тки на работу) ὁ πίνακας ἐλεγχου (доска)1 ἡ μάρκα, ὁ ἀριθμός ἐργάτη (жетон):снимать \табель ξεκρεμάω τήν μάρκα. -
110 check-in
1) (the place where passengers show travel documents at an airport or seaport: the check-in desk; (American) the check-in counter.) χώρος ελέγχου εισιτηρίου ή διαβατηρίου επιβατών2) (the process of checking in at an airport etc.) έλεγχος διαβατηρίου ή εισιτηρίου επιβατών -
111 checkpoint
noun (a barrier where cars, passports etc are inspected, or a point that contestants in a race must pass.) σημείο ελέγχου -
112 control
[kən'trəul] 1. noun1) (the right of directing or of giving orders; power or authority: She has control over all the decisions in that department; She has no control over that dog.) έλεγχος, εξουσία2) (the act of holding back or restraining: control of prices; I know you're angry but you must not lose control (of yourself).) έλεγχος3) ((often in plural) a lever, button etc which operates (a machine etc): The clutch and accelerator are foot controls in a car.) εξάρτημα χειρισμού4) (a point or place at which an inspection takes place: passport control.) σημείο ελέγχου2. verb1) (to direct or guide; to have power or authority over: The captain controls the whole ship; Control your dog!) ελέγχω2) (to hold back; to restrain (oneself or one's emotions etc): Control yourself!) συγκρατώ3) (to keep to a fixed standard: The government is controlling prices.) συγκρατώ•- control-tower
- in control of
- in control
- out of control
- under control -
113 control-tower
noun (a building at an airport from which take-off and landing instructions are given.) πύργος ελέγχου -
114 hallmark
noun (a mark put on gold and silver articles to show the quality of the gold or silver.) σφραγίδα ελέγχου,εγγύηση καλής ποιότητας -
115 in control (of)
(in charge (of): She is very much in control (of the situation).) σε θέση ελέγχου -
116 in control (of)
(in charge (of): She is very much in control (of the situation).) σε θέση ελέγχου -
117 monitor
['monitə] 1. noun1) (a senior pupil who helps to see that school rules are kept.) επιμελητής2) (any of several kinds of instrument etc by means of which something can be constantly checked, especially a small screen in a television studio showing the picture which is being transmitted at any given time: television monitor; computer monitor.) σύστημα ελέγχου και παρακολούθησης/οθόνη2. verb(to act as, or to use, a monitor; to keep a careful check on: These machines/technicians monitor the results constantly.) ελέγχω,παρακολουθώ -
118 out of control
(not under the authority or power of someone: The brakes failed and the car went out of control; Those children are completely out of control (= wild and disobedient).) εκτός ελέγχου -
119 out of hand
(unable to be controlled: The angry crowd was getting out of hand.) εκτός ελέγχου -
120 pilot-light
noun (a small gas light eg on a gas cooker, which burns continuously and is used to light the main gas jets when they are turned on.) λυχνία ελέγχου
См. также в других словарях:
ἐλέγχου — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg ἐλέγχω disgrace pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐλέγχω disgrace imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek