-
1 κούρσα (πχ εκλογική)
тркаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κούρσα (πχ εκλογική)
-
2 округ
округ м η περιοχή, η περιφέρεια· избирательный \округ η εκλογική περιφέρεια· автономный \округ η αυτόνομη περιοχή* * *мη περιοχή, η περιφέρειαизбира́тельный о́круг — η εκλογική περιφέρεια
автоно́мный о́круг — η αυτόνομη περιοχή
-
3 избирательный
επ.1. εκλογικός•-ое право εκλογικό δικαίωμα•
-ая кампания εκλογική καμπάνια•
избирательный участок! εκλογικό κέντρο•
избирательный бшле-тнь ψηφοδέλτιο•
избирательный список εκλογικός κατάλογος•
-ая система εκλογικό σύστημα•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
избирательный округ εκλογική περιφέρεια.
2. της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής). -
4 комиссия
1. (группа лиц, орган) η επιτροπή 2. (условленное вознаграждение) η προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссия
-
5 голос
голосм1. ἡ φωνή (тж. муз.), ἡ λαλιά:во весь \голос μεγαλόφωνα· петь вторым \голосом κάνω δεύτερη φωνή·3. (при голосовании) ἡ ψήφος:право решающего (совещательного) \голоса (τό) δικαίωμα θετικής (συμβουλευτικής) ψήφου· избирательный \голос ἡ ἐκλογική ψήφος· большинство́ \голосо́в ἡ πλειο(νο)ψηφία· подать \голос ὑποστηρίζω κάτι· ◊ в один \голос ὁμόφωνα, ὁμοφώνως, μέ μιά φωνή· поднять \голос в защиту кого́-л. ὑψώνω φωνή γιά τήν ὑπεράσπιση κάποιου· \голос совести ἡ φωνή τῆς συνείδησης. -
6 комиссия
коми́сси||яж ἡ ἐπιτροπή:избирательная \комиссия ἡ ἐκλογική ἐπιτροπή· \комиссия партийного контроля ἡ ἐπιτροπή κομματικοδ ἐλέγχου· ревизионная \комиссия ἡ ἐξεταστική ἐπιτροπή· ◊ брать товар на \комиссияю παίρνω ἐμπόρευμα γιά πούλημα ἐπί προμήθεια. -
7 округ
округм ἡ περιοχή, ἡ περιφέρεια:избирательный \округ ἡ ἐκλογική περιφέρεια· национальный \округ ἡ ἐθνική περιοχή· военный \округ ἡ στρατιωτική περιοχή. -
8 ήττα
η поражение (тж. спорт.);εκλογική ήττα — поражение на выборах;
υφίσταμαι ( — или παθαίνω) ήττα — терпеть поражение
-
9 περιφέρεια
η1) окружность; очертание; контур; 2) округ, область;η περιφέρεια της Μόσχας — Московская область;
στρατιωτική περιφέρεια — военный округ;
εκλογική περιφέρεια — избирательный округ;
3) провинция, периферия -
10 a straight fight
(an election contest involving only two candidates.) εκλογική αναμέτρηση δύο αντιπάλων -
11 constituency
plural - constituencies; noun (the group of voters, or the area in which they live, represented by a member of parliament.) εκλογική περιφέρεια -
12 выборный
επ.1. εκλογικός•-ое собрание εκλογική συνέλευση.
2. αιρετός•-ые органы τα αιρετά όργανα•
-ая должность αιρετή δημόσια θέση.
ουσ. εκλεγμένος•послали -ых для переговоров έστειλαν εκλεγμένους για διαπραγματεύσεις.
-
13 кампания
-и θ.1. (στρατ.) εκστρατεία. || πόλεμος.2. μτφ. καμπάνια•избирательная εκλογική εκστρατεία.
3. συνεχής λειτουργία μηχανής ή συσκευής. -
14 комиссия
-и θ.1. επιτροπή•избирательная комиссия εκλογική επιτροπή•
ревизионная комиссия εξεταστική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου ή εξελεγκτική επιτροπή•
назначить -ю διορίζω επιτροπή•
комиссия по разоружению επιτροπή αφοπλισμού.
2. παλ. παραγγελία•выполнить -ю εκπληρώνω παραγγελία•
брать на -ю что-н παίρνω παραγγελία για κάτι•
сдать на -ю δίνω παραγγελία.
3. μεσιτεία•получитъ -ю παίρνω μεσιτεία (αμοιβή για εκτέλεση παραγγελίας).
4. μτφ. παλ. σκοτούρες, φροντίδες, τρεχάματα (όπως έχουν οι παραγγελίες). -
15 округ
о/ круг-а α.περιοχή, περιφέρεια•административный округ διοικητική περιοχή•
военный округ στρατιωτική περιοχή•
избирательный округ εκλογική περιφέρεια•
учебный округ εκπαιδευτική περιφέρεια•
судебный округ δικαστική περιφέρεια.
окру/гεπίρ. κ. πρόθ. (παλ. κ. απλ.)βλ. вокруг, кругом. -
16 урна
-ы θ.1. τεφροδόχη (πεθαμένων). || επιτάφια τεφροδόχη (μνημείο σαν τεφροδόχη).2. παλ. δοχείο•урна с водой υδροδοχείο.
3. η κάλπη, η ψηφοδόχη•избирательная урна εκλογική κάλπη.
4. δοχείο απορριμμάτων.
См. также в других словарях:
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Καραμανλής, Κωνσταντίνος — (Πρώτη Σερρών 1907 – Αθήνα 1998). Πολιτικός, πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980 85, 1990 95) και πρωθυπουργός (1955 63, 1974 80). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1932 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στις Σέρρες.… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek