-
1 candid
ειλικρινής -
2 açıkyurekli
ειλικρινής, αυθόρμητος, ανοιχτόκαρδος -
3 искренний
искренний ειλικρινής \искренний друг о ειλικρινής φίλος с \искреннийим уважением με ειλικρινή εκτίμηση* * *и́скренний друг — ο ειλικρινής φίλος
с и́скренним уваже́нием — με ειλικρινή εκτίμηση
-
4 сердечный
επ.1. καρδιακός, της καρδιάς•-припадок καρδιακή κρίση•
-ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•
-ая мышца το μυοκάρδιο•
сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.
|| της καρδιάς, για την καρδιά•-ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..
2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•-ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•
друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•
сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.
|| ειλικρινής•-ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•
характер ειλικρινής χαρακτήρας•
сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.
3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα. -
5 чистосердечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноειλικρινής, ακραιφνής, εγκάρδιος, γκαρδιακός, καρδιοστάλακτος, ανυστερόβουλος•-ое раскаяние ειλικρινής μετάνοια (μεταμέλεια)•
-ое признание ειλικρινής ομολογία.
-
6 откровенно
откровенно ειλικρινά; \откровенно товоря για να είμαι ειλικρινής* * *открове́нно говоря́ — για να είμαι ειλικρινής
-
7 откровенный
-
8 правдивый
-
9 прямой
прямой 1) ίσιος, ευθύς 2) (непосредственный ) άμεσος 3) (правдивый) τίμιος, ειλικρινής* * *1) ίσιος, ευθύς2) ( непосредственный) άμεσος3) ( правдивый) τίμιος, ειλικρινής -
10 чистосердечный
чистосердечн||ыйприл εἰλικρινής, ἀνοιχτόκαρδος:\чистосердечныйое признание ἡ εἰλικρινής ὁμολογία. -
11 honest
['onist] 1. adjective1) ((of people or their behaviour, statements etc) truthful; not cheating, stealing etc: My secretary is absolutely honest; Give me an honest opinion.) τίμιος,ειλικρινής2) ((of a person's appearance) suggesting that he is honest: an honest face.) ειλικρινής3) ((of wealth etc) not gained by cheating, stealing etc: to earn an honest living.) έντιμος•- honestly2. interjection(used to express mild anger etc: Honestly! That was a stupid thing to do!) για όνομα του Θεού!- honesty -
12 truthful
1) ((of a person) telling the truth: She's a truthful child.) ειλικρινής, φιλαλήθης2) (true: a truthful account of what happened.) ειλικρινής, αληθινός -
13 душевный
επ.1. ψυχικός•-ое потрясение ψυχικός κλονισμός•
с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•
-ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•
-ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•
-ая тревога ψυχικός τρόμος•
душевный больной ψυχοπαθής.
2. εγκάρδιος, ειλικρινής•душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
-ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.
|| καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.
εκφρ.-ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες. -
14 искренний
-яя, -ее, βρ: -нен, -нна, -нноειλικρινής, ακραιφνής•искренний человек ειλικρινής άνθρωπος•
-ие чувства ειλικρινή αισθήματα.
-
15 истинный
επ., βρ: -тинен, -тинна, -тинно1. αληθινός, πραγματικός• σωστός•. истинный смысл το πραγματικό νόημα•-ое происшествие αληθινό γεγονός (συμβάν).
2. γνήσιος, ειλικρινής•-ые друзья γκαρδιακοί φίλοι•
-ое раскаяние ειλικρινής μεταμέλεια•
-ая правда καθαρή αλήθεια.
|| ακριβής (καθορισμένος επιστημονικά). -
16 откровенный
επ., βρ: -внен, -внна, -о.1. ειλικρινής•откровенный человек ειλικρινής άνθρωπος.
2. απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος• απροσχημάτιστος• έκδηλος, φανερός. || ευπαρρησίαστος, ελευθερόστομος.3. (για ενδυμασία) αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος). -
17 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
18 прямолинейный
1. (расположенный по прямой линии) ευθύγραμμος, ευθύς, ίσιος 2. (такой, который не скрывает своих взглядов, действует только в соответствии с ними) ευθύς, ειλικρινήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прямолинейный
-
19 душевный
душевн||ыйприл1. (относящийся к душе) ψυχικός / ήθικός (духовный):\душевныйое спокойствие ἡ ψυχική ἡρεμία· \душевныйая боль ἡ ψυχική ὁδύνη· \душевныйое потрясение ὁ ψυχικός κλονισμός· \душевныйая борьба ἡ ἐσωτερική πάλη·2. (сердечный, искренний) ἐγκάρδιος, είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἄδο-λος:\душевныйая беседа ἡ ἐγκάρδια συνομιλία· \душевный человек ὁ ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· ◊ \душевныйая болезнь ἡ ψυχική ἀσθένεια, ἡ φρενοπάθεια, ἡ φρενοβλάβεια. -
20 задушевный
задушевн||ыйприл ἐγκάρδιος (сердечный)/ είλικρινής (искренний):\задушевныйый разговор ἡ ἐγκάρδια συνομιλία.
См. также в других словарях:
εἱλικρινής — εἰλικρινής , εἰλικρινής unmixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινής — unmixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… … Dictionary of Greek
ειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, ουδ. πληθ. ή, επίρρ. ά που εκφράζεται απροκάλυπτα, ανυπόκριτος, φιλαλήθης, απροσποίητος: Ειλικρινής φίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰλικρινῆ — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εἰλικρινής unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινέστερον — εἰλικρινής unmixed adverbial comp εἰλικρινής unmixed masc acc comp sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινεστάτων — εἰλικρινής unmixed fem gen superl pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινεστέρων — εἰλικρινής unmixed fem gen comp pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινέα — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινές — εἰλικρινής unmixed masc/fem voc sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινέστατα — εἰλικρινής unmixed adverbial superl εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)