-
1 sincerely
ειλικρινά -
2 içten
ειλικρινά, εγκάρδια, φιλικά -
3 откровенно
откровенно ειλικρινά; \откровенно товоря για να είμαι ειλικρινής* * *открове́нно говоря́ — για να είμαι ειλικρινής
-
4 прямо
прямо 1) κατευθείαν, ολόισια· идите \прямо πηγαίνετε ίσια 2) (откровенно) ανοιχτά, ειλικρινά* * *1) κατευθείαν, ολόϊσιαиди́те пря́мо — πηγαίνετε ίσια
2) ( откровенно) ανοιχτά, ειλικρινά -
5 сердце
-
6 непосредственно
непосредственн||онареч1. (прямо) ἄμεσα, κατ' εὐθείαν, ἀμέσως·2. (еетественно, непринужденно) ἐΙλικρινά [-ῶς], αὐθόρμητα. -
7 совееть
совеет||ьж ἡ συνείδηση [-ις]:свобода \совеетьи ἐλευθερία τής συνείδησης· угрызения \совеетьи οἱ τύψεις συνειδήσεως· поступать по (против) \совеетьи ἐνεργώ σύμφωνα (αντίθετα) μέ τή συνείδηση μου· делать что-л. на \совееть κάνω κάτι εὐσυνείδητα· не иметь \совеетьи δέν ἔχω φιλοτιμο· для очистки \совеетьи γιά νά ἔχω καθαρή τή συνείδηση μου· без зазрения \совеетьи ξεδιάντροπα ἀσυστόλως по \совеетьи говоря γιά νά μιλήσουμε εἰλικρινά. -
8 candidly
adverb ειλικρινά -
9 earnestly
adverb ειλικρινά -
10 frankly
adverb ειλικρινά -
11 genuinely
adverb He was genuinely pleased to see her.) ειλικρινά -
12 honestly
1) (in an honest way: He gained his wealth honestly.) έντιμα,τίμια2) (used to stress the truth of what a person is saying: Honestly, that's exactly what he said; I honestly don't think it's possible.) ειλικρινά,αλήθεια -
13 sincerely
adverb I sincerely hope that you will succeed.) ειλικρινά -
14 straightforwardly
adverb ειλικρινά/απλά -
15 truthfully
adverb ειλικρινά -
16 Yours faithfully
(a polite way of ending a formal (usually business) letter which starts with `Dear Sir` or `Dear Madam`. In American English `Sincerely yours` or `Truly yours` is used.) ειλικρινά δικός σου/σας -
17 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας. -
18 душа
-и, αιτ. душу, πλθ. души θ.1. ψυχή•в глубине -и στα μύχια της ψυχής•
-ой и телом ψυχή τε και σώματι•
от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•
благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•
любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•
-и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•
человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.
2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•
ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•
сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•
на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.
3. δουλοπάροικος•он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.
4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.εκφρ.бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•без -и – παλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•душа всеми фибрами -и – ολόψυχα•по - – του γούστου, της αρέσκειας•по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•ни -ой ни телом – καθόλου•это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•взять ή принять – κ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου. -
19 искренно
κ. искреннеεπίρ.ειλικρινά. -
20 начисто
επίρ.1. κατακάθαρα, καθαρότατα, πεντακάθαρα, παστρικά, καθάρια. || καθαρά, χωρίς μουντζούρες•переписать начисто ξαναγράφω καθαρά.
2. πλήρως, εντελώς, παντελώς, ολωσδιόλου•его ограбили начисто τον καταλήστεψαν (κα-ταλεηλάτησαν).
3. (απλ.) ειλικρινά, ξάστερα, σταράτα, απροκάλυπτα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Elli Kokkinou — Infobox musical artist 2 Name = Elli Kokkinou el. Έλλη Κοκκίνου Img capt = Elli Kokkinou in 2005 Background = solo singer Born = birth date and age|1970|7|24 Athens, Greece Died = Origin = Athens, Greece Genre = Modern Laika, Pop, dance Years… … Wikipedia
Mia Nihta Zoriki — Μια νύχτα ζόρικη Studio album by Paschalis Terzis Released November … Wikipedia
Elli Kokkinou — (griechisch Έλλη Κοκκίνου; * 24. Juli 1970 in Athen) ist eine der bekanntesten griechischen Pop Folk und Modern Laika Sängerinnen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek
αληθουργής — ἀληθουργής, ὲς (Α) αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ουργὴς < ἔργον] … Dictionary of Greek
απλοΐζομαι — ἀπλοΐζομαι (Α) συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους … Dictionary of Greek
απλώς — και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ. απλά, φυσικά, απονήρευτα αρχ. 1. κατά ένα και μόνο τρόπο 2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά 3. απόλυτα, ανεξαίρετα … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
κατευορκώ — κατευορκῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευορκώ*) ορκίζομαι ειλικρινά, ορθά, σε αντιδιαστολή με το επιορκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐορκῶ «δίνω ειλικρινή όρκο»] … Dictionary of Greek