Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ειδοποιώ

  • 1 ειδοποιώ

    εἰδοποιέω
    endue with form: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    εἰδοποιέω
    endue with form: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    εἰδοποιός
    constituting a species: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)
    ——————
    εἰδοποιός
    constituting a species: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ειδοποιώ

  • 2 εἰδοποιῶ

    Morphologia Graeca > εἰδοποιῶ

  • 3 εἰδοποιῷ

    Morphologia Graeca > εἰδοποιῷ

  • 4 ειδοποιώ

    (ε) μκτ. извещать, уведомлять (кого-л.); сообщить (кому-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ειδοποιώ

  • 5 ειδοποιώ

    [идопио] р. извещать, уведомлять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ειδοποιώ

  • 6 ειδοποιώ

    [идопио] ρ извещать, уведомлять.

    Эллино-русский словарь > ειδοποιώ

  • 7 ειδοποιώ

    1) alerter
    2) avertir
    3) aviser
    4) informer

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ειδοποιώ

  • 8 ειδοποιώ

    1) powiadamiać czas.
    2) zawiadamiać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > ειδοποιώ

  • 9 ειδοποιώ

    1) avizovat
    2) informovat
    3) oznámit
    4) uvědomit
    5) vyrozumět

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > ειδοποιώ

  • 10 ειδοποιώ

    notify

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ειδοποιώ

  • 11 уведомлять

    ειδοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уведомлять

  • 12 знать

    знать ξέρω, γνωρίζω дать \знать γνωστοποιώ, ειδοποιώ я знаю, что... ξέρω ότι... знаете ли вы русский (греческий) язык? ξέρετε ρωσικά (ελληνικά); я его не знаю δεν τον ξέρω мы знаем друг друга γνωριζόμαστε
    * * *
    ξέρω, γνωρίζω

    дать знать — γνωστοποιώ, ειδοποιώ

    я зна́ю, что... — ξέρω ότι…

    зна́ете ли вы ру́сский (гре́ческий) язы́к? — ξέρετε ρωσικά (ελληνικά)

    я его́ не зна́ю — δεν τον ξέρω

    мы зна́ем друг дру́га — γνωριζόμαστε

    Русско-греческий словарь > знать

  • 13 известить

    известить (кого-л. о чём-л.) ειδοποιώ, γνωστοποιώ
    * * *
    (кого-л. о чём-л.) ειδοποιώ, γνωστοποιώ

    Русско-греческий словарь > известить

  • 14 сведение

    сведение с 1) η πληροφορία, η είδηση; довести до \сведениея ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ; принять к \сведениею παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα 2) мн.: \сведениея (познания) τα στοιχεία, τα δεδομένα
    * * *
    с
    1) η πληροφορία, η είδηση

    довести́ до све́дения — ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ

    приня́ть к све́дению — παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα

    2) мн.

    све́дения (познания)τα στοιχεία, τα δεδομένα

    Русско-греческий словарь > сведение

  • 15 уведомить

    уведомить, уведомлять ειδοποιώ, πληροφορώ
    * * *
    = уведомлять
    ειδοποιώ, πληροφορώ

    Русско-греческий словарь > уведомить

  • 16 известить

    -ведусь, -дшься, παρλθ. χρ. извлся
    -велась, -велось, μτχ. παρλθ. χρ. изведшийся
    ρ.σ. ειδοποιώ, αγγέλλω, γνωστοποιώ πληροφορώ•

    известить о дне заседания ειδοποιώ για τη μέρα της συνεδρίασης.

    ειδοποιούμαι πληροφορούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > известить

  • 17 информирование

    η πληροφορία, η ενημέρωση, η ειδοποίηση
    -ть πληροφορώ, ενημερώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > информирование

  • 18 оповещать

    αναγγέλλω, ειδοποιώ
    - звуковым сигналом - με ηχητικό σήμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оповещать

  • 19 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

  • 20 доносить

    доносить I
    1. несов (до какого-л. места) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ·
    2. сов см. донашивать.
    доносить II
    несов
    1. (делать донесение) είδοποιῶ/ ἀναφέρω (сообщать)·
    2. (делать донос) καταδίδω, καταγγέλλω:
    \доносить на кого́-л. καταγγέλλω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > доносить

См. также в других словарях:

  • ειδοποιώ — ειδοποιώ, ειδοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ειδοποιώ — ( έω) (Α εἰδοποιῶ, έω) νεοελλ. γνωστοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω αρχ. 1. δίνω σε κάτι χαρακτηριστική, τυπική μορφή 2. χαρακτηρίζω 3. απεικονίζω, περιγράφω 4. προσθέτω ειδικές λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • ειδοποιώ — ειδοποίησα, ειδοποιήθηκα, ειδοποιημένος, μτβ., πληροφορώ κάποιον για κάτι, γνωστοποιώ, αναγγέλλω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδοποιῶ — εἰδοποιέω endue with form pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰδοποιέω endue with form pres ind act 1st sg (attic epic doric) εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιῷ — εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειδοποιώ — έω, Ν ειδοποιώ, πληροφορώ κάποιον για κάτι εκ τών προτέρων, προαγγέλλω («το υπουργείο υγείας προειδοποιεί ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλαο Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] …   Dictionary of Greek

  • ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… …   Dictionary of Greek

  • αποστέλλω — κ. στέλνω (ΑΜ ἀποστέλλω) 1. στέλνω κάπου πρόσωπο ή πράγμα 2. διώχνω μσν. νεοελλ. 1. ειδοποιώ, στέλνω εντολή 2. ξεπροβοδίζω 3. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀπεσταλμένος ο πληρεξούσιος αρχ. 1. στέλνω σε κάποια εργασία ή υπηρεσία 2. βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι …   Dictionary of Greek

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»