-
101 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
102 откровенно
откровенно ειλικρινά; \откровенно товоря για να είμαι ειλικρινής* * *открове́нно говоря́ — για να είμαι ειλικρινής
-
103 партия
I партия II ж 1) (отряд ) η ομάδα 2) (товара ) η παρτίδα 3) (в игре) η παρτίδα· \партия в шахматы η παρτίδα σκακιού· неоконченная (отложенная) \партия η ημιτελής (μισοτελειωμένη) παρτίδα 5) муз. το μέρος II партия Ι ж полит, το κόμμα* Коммунистическая \партия Советского Союза (КПСС) το Κομουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (Κ. Κ. Σ. Ε.)· Коммунистическая \партия Греции το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.)· быть членом \партияи είμαι μέλος του κόμματος* * *I ж полит.το κόμμαII жбыть чле́ном па́ртии — είμαι μέλος του κόμματος
1) ( отряд) η ομάδα2) ( товара) η παρτίδα3) ( в игре) η παρτίδαпа́ртия в ша́хматы — η παρτίδα σκακιού
неоко́нченная (отло́женная) па́ртия — η ημιτελής (μισοτελειωμένη) παρτίδα
4) муз. το μέρος -
104 плохо
плохо 1. нареч. άσχημα* κακά, κακώς (скверно)· я \плохо себя чувствую αισθάνομαι άσχημα; \плохо играть παίζω άσχημα 2. предик, είναι άσχημα; мне \плохо είμαι άσχημα* * *1. нареч.άσχημα; κακά, κακώς ( скверно)я пло́хо себя́ чу́вствую — αισθάνομαι άσχημα
2. предик.пло́хо игра́ть — παίζω άσχημα
мне пло́хо — είμαι άσχημα
-
105 походить
-
106 почти
почти σχεδόν, περίπου* я \почти готов είμαι σχεδόν έτοιμος· \почти всё σχεδόν όλα* * *σχεδόν, περίπουя почти́ гото́в — είμαι σχεδόν έτοιμος
почти́ всё — σχεδόν όλα
-
107 присутствовать
-
108 проездом
проездом περνώντας (από)·я здесь \проездом είμαι περαστικός* * *я здесь прое́здом — είμαι περαστικός
-
109 равняться
равняться 1) ισοδυναμώ 2) (быть сравнимым) είμαι ίσος* * *1) ισοδυναμώ2) ( быть сравнимым) είμαι ίσος -
110 режим
режим м 1) (распорядок) η διάταξη; \режим питания η δίαιτα 2) (государственный строй) το καθεστώς 3): соблюдать постельный \режим είμαι κλινήρης* * *м1) ( распорядок) η διάταξηрежи́м пита́ния — η δίαιτα
2) ( государственный строй) το καθεστώς3)соблюда́ть посте́льный режи́м — είμαι κλινήρης
-
111 согласный
согласный σύμφωνος; я \согласныйен είμαι σύμφωνος, συμφωνώ* * *я согла́сен — είμαι σύμφωνος, συμφωνώ
-
112 состояние
состояние с 1) (положение) η κατάσταση, η θέση 2) (имущество) η περιουσία ◇ я не в \состояниеи... δεν είμαι σε θέση να..., δεν μπορώ να...* * *с1) ( положение) η κατάσταση, η θέση2) ( имущество) η περιουσία••я не в состоя́нии... — δεν είμαι σε θέση να..., δεν μπορώ να…
-
113 состоять
состоять 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (заключаться) συνίσταμαι, αποτελούμαι \состояться γίνομαι, πραγματοποιούμαι* * *1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι2) ( заключаться) συνίσταμαι, αποτελούμαι -
114 стоять
стоять 1) στέκω, στέκομαι 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι* \стоять у власти βρίσκομαι στην εξουσία 3) (останавливаться) σταματώ; поезд* * *1) στέκω, στέκομαι2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιстоя́ть у вла́сти — βρίσκομαι στην εξουσία
3) ( останавливаться) σταματώпо́езд стои́т де́сять мину́т — το τρένο στέκεται δέκα λεπτά
часы́ стоя́т — το ρολόι σταμάτησε
сто́йте! — σταματήστε!
••стоя́ть на своём — επιμένω
-
115 судить
судить 1) δικάζω 2) спорт. κρίνω, είμαι διαιτητής 3) (ο чём-л.) κρίνω* * *1) δικάζω2) спорт. κρίνω, είμαι διαιτητής3) (o чём-л.) κρίνω -
116 сытый
-
117 точный
точный ακριβής; σωστός, πιστός (правильный )9 ταχτικός (пунктуальный)' \точный перевод η ακριβής μετάφραση; быть \точныйым είμαι ταχτικός* * *ακριβής; σωστός, πιστός ( правильный); ταχτικός ( пунктуальный)то́чный перево́д — η ακριβής μετάφραση
быть то́чным — είμαι ταχτικός
-
118 ты
ты (тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе) (ε)σύ; у тебя есть (нет)... έχεις (δεν έχεις)...· для тебя για σένα; это тебе? είναι για σένα; это принадлежит тебе αυτό σου ανήκει; я видел тебя в театре σε είδα στο θέατρο; я доволен тобой είμαι ευχαριστημένος από σένα; я пойду с тобой θα ρθω μαζί σου; мы говорили о тебе για σένα μιλούσαμε* * *(тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе)у тебя́ е́сть (нет)... — έχεις (δεν έχεις)…
для тебя́ — για σένα
э́то тебе́? — είναι για σένα
э́то принадлежи́т тебе́ — αυτό σου ανήκει
я ви́дел тебя́ в теа́тре — σε είδα στο θέατρο
я дово́лен тобо́й — είμαι ευχαριστημένος από σένα
я пойду́ с тобо́й — θα ρθω μαζί σου
мы говори́ли о тебе́ — για σένα μιλούσαμε
-
119 уверенный
уверенный πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουρος* я уверен, что... είμαι σίγουρος ότι...* * *πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουροςя уве́рен, что... — είμαι σίγουρος ότι...
-
120 форма
форма ж 1) (вид) η μορφή, το σχήμα 2) (одежда) η στολή; спортивная \форма η αθλητική στολή ◇ быть в \формае είμαι σε (или στη) φόρμα* * *ж1) ( вид) η μορφή, το σχήμα2) ( одежда) η στολήспорти́вная фо́рма — η αθλητική στολή
••быть в фо́рме — είμαι σε ( или στη) φόρμα
См. также в других словарях:
είμαι — βλ. πίν. 134 (και ως απρόσ. είναι) Σημειώσεις: είμαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. ων, ούσα, ον σε εκφρ. όπως: εκ του μη όντος, ή ως ουσιαστικό (το ον, του όντος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἷμαι — ἕννυμι ves perf ind pass 1st sg ἕζομαι seat oneself perf ind mp 1st sg ἵημι Ja c io perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορώ — είμαι εύπορος, έχω τον τρόπο μου, είμαι οικονομικά πλούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροφέρνω — είμαι λίγο ανόητος, κουτοφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φέρνω] … Dictionary of Greek
ανθοκοπώ — είμαι γεμάτος λουλούδια, ανθοβολώ … Dictionary of Greek
αρρωσταίνω — είμαι άρρωστος ή γίνομαι άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αρρωστώ κατά τα ρ. σε αίνω*] … Dictionary of Greek
βλακοφέρνω — είμαι λιγάκι βλάκας … Dictionary of Greek
γκαβίζω — είμαι γκαβός … Dictionary of Greek
κερδοσκοπώ — είμαι κερδοσκόπος, επιδιώκω και επιτυγχάνω κέρδη με κάθε μέσο και ιδίως αθέμιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek