-
81 должен
должен предик. 1) (обязан) είμαι υποχρεωμένος να... я\должен это сделать αυτό πρέπει να το κάνω я вам \должен сказать πρέπει να σας πω 2) (деньги и т. п.): он мне \должен μου χρωστά* * *предик.1) ( обязан) είμαι υποχρεωμένος να…я до́лжен э́то сде́лать — αυτό πρέπει να το κάνω
я вам до́лжен сказа́ть — πρέπει να σας πω
2) (деньги и т.п.)он мне до́лжен— μου χρωστά
-
82 ещё
ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!* * *в разн. знач.ακόμα, ακόμηмы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…
я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος
ещё вчера́ — ακόμα και χτες
да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη
••ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!
-
83 женатый
-
84 замужем
-
85 занятый
занятый 1) απασχολημένος я \занятыйт είμαι απασχολημένος вы \занятыйты? είστε απασχολημένος; 2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος это место \занятыйто αυτή η θέση είναι πιασμένη* * *я за́нят — είμαι απασχολημένος
вы за́няты? — είστε απασχολημένος
2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένοςэ́то место за́нято — αυτή η θέση είναι πιασμένη
-
86 здесь
-
87 здешний
здешний εγχώριος ντόπιος (местный) я \здешний είμαι απ' εδώ* * *εγχώριος; ντόπιος ( местный)я зде́шний — είμαι απ'εδώ
-
88 здоровый
здоровый υγιής δυνατός, γερός (крепкий) я здоров είμαι καλά ◇ будьте \здоровыйы! χαίρετε!, γεια χαρά! (при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)* * *υγιής; δυνατός, γερός ( крепкий)я здоро́в — είμαι καλά
••бу́дьте здоро́вы! — χαίρετε!, γεια χαρά! ( при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)
-
89 караул
караул м η φρουρά, το κα ραούλι нести \караул κρατώ κα ραούλι, είμαι της φρουράς почётный \караул η τιμητική φρου ρά смена \караула η αλλαγή φρουράς* * *мη φρουρά, το καραούλιнести́ карау́л — κρατώ καραούλι, είμαι της φρουράς
почётный карау́л — η τιμητική φρουρά
сме́на карау́ла — η αλλαγή φρουράς
-
90 курс
курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος* * *м1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνσηвзять курс на… — κατευθύνομαι προς…
внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός
2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλίαя на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής
3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα••валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος
-
91 лета
лета мн. τα χρόνια (годы)' η ηλικία (возраст)' мне двадцать лет είμαι είκοσι χρονών· мы одних лет είμαστε συνομήλικοι* сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; человек средних лет о μεσήλικας· на старости лет στα γεράματα* * *мн.мне два́дцать лет — είμαι είκοσι χρονών
мы одни́х лет — είμαστε συνομήλικοι
ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε
челове́к сре́дних лет — ο μεσήλικας
на ста́рости лет — στα γεράματα
-
92 лучше
лучше 1. (сроен, ст. от хороший) καλύτερος 2. (сравн. ст. от хорошо) καλύτερα· здесь \лучше слышно εδώ ακούγεται καλύτερα· мне \лучше είμαι καλύτερα· тем \лучше τόσο το καλύτερο* \лучше бы... καλύτερα να...· \лучше не... καλύτερα να μη..., καλύτερα όχι...* * *1. сравн. ст. от хороший 2. сравн. ст. от хорошоздесь лу́чше слы́шно — εδώ ακούγεται καλύτερα
мне лу́чше — είμαι καλύτερα
тем лу́чше — τόσο το καλύτερο
лу́чше бы… — καλύτερα να…
лу́чше не… — καλύτερα να μη..., καλύτερα όχι…
-
93 мода
мода ж η μόδα· быть в \модае είμαι της μόδας· войти в \модау μπαίνω στη μόδα' выйти из \модаы βγαίνω από τη μόδα· демонстрация мод η επίδειξη μόδας" журнал мод το φιγουρίνι* * *жη μόδαбыть в мо́де — είμαι της μόδας
войти́ в мо́ду — μπαίνω στη μόδα
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
демонстра́ция мод — η επίδειξη μόδας
журна́л мод — το φιγουρίνι
-
94 налицо
-
95 находиться
находиться 1) см. Найтись 2) (быть, помещаться) βρίσκομαι, είμαι· где находится...? πού βρίσκεται...; где мы находимся? πού βρισκόμαστε;* * *1) см. найтись2) (быть, помещаться) βρίσκομαι, είμαιгде нахо́дится...? — πού βρίσκεται...
где мы нахо́димся? — πού βρισκόμαστε
-
96 нездоровый
нездоровый 1) αδιάθετος·я \нездоровыйв είμαι αδιάθετος 2) (вредный) νοσηρός, ανθυγιεινός" \нездоровый климат το ανθυγιεινό κλίμα* * *1) αδιάθετοςя нездоро́в — είμαι αδιάθετος
2) ( вредный) νοσηρός, ανθυγιεινόςнездоро́вый кли́мат — το ανθυγιεινό κλίμα
-
97 немного
немного λίγο, λιγάκι· \немного раньше λίγο νωρίτερα· я \немного устал είμαι λίγο κουρασμένος· \немного фруктов λίγα φρούτα* * *λίγο, λιγάκιнемно́го ра́ньше — λίγο νωρίτερα
я немно́го уста́л — είμαι λίγο κουρασμένος
немно́го фру́ктов — λίγα φρούτα
-
98 нести
нести 1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω 2) (выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω 3) (терпеть) υφίσταμαι· \нести ответственность είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη· \нести убытки ζημιώνω* \нести потери υφίσταμαι απώλειες* * *1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω2) ( выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω3) ( терпеть) υφίσταμαιнести́ отве́тственность — είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη
нести́ убы́тки — ζημιώνω
нести́ поте́ри — υφίσταμαι απώλειες
-
99 обида
обида ж η προσβολή, η αδικία· быть в \обидае на кого-л. είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον* * *жη προσβολή, η αδικίαбыть в оби́де на кого́-л. — είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον
-
100 осторожность
осторожность ж η προσοχή, η προφύλαξη; обращаться с \осторожностью είμαι προσεχτικός, προσέχω· προσοχή! (на этикетке лекарства)* * *жη προσοχή, η προφύλαξηобраща́ться с осторо́жностью — είμαι προσεχτικός, προσέχω; προσοχή! ( на этикетке лекарства)
См. также в других словарях:
είμαι — βλ. πίν. 134 (και ως απρόσ. είναι) Σημειώσεις: είμαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. ων, ούσα, ον σε εκφρ. όπως: εκ του μη όντος, ή ως ουσιαστικό (το ον, του όντος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἷμαι — ἕννυμι ves perf ind pass 1st sg ἕζομαι seat oneself perf ind mp 1st sg ἵημι Ja c io perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορώ — είμαι εύπορος, έχω τον τρόπο μου, είμαι οικονομικά πλούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροφέρνω — είμαι λίγο ανόητος, κουτοφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φέρνω] … Dictionary of Greek
ανθοκοπώ — είμαι γεμάτος λουλούδια, ανθοβολώ … Dictionary of Greek
αρρωσταίνω — είμαι άρρωστος ή γίνομαι άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αρρωστώ κατά τα ρ. σε αίνω*] … Dictionary of Greek
βλακοφέρνω — είμαι λιγάκι βλάκας … Dictionary of Greek
γκαβίζω — είμαι γκαβός … Dictionary of Greek
κερδοσκοπώ — είμαι κερδοσκόπος, επιδιώκω και επιτυγχάνω κέρδη με κάθε μέσο και ιδίως αθέμιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek